συντεχνία: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntechnia
|Transliteration C=syntechnia
|Beta Code=suntexni/a
|Beta Code=suntexni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">guild</b>, <b class="b3">λινουργῶν, ἡλοκόπων</b>, <span class="title">IGRom.</span>3.896 (Anazarbus, ii A.D.), Judeich <b class="b2">Altertümer von</b> <span class="title">Hierapolis</span> 133.</span>
|Definition=ἡ, [[guild]], [[λινουργῶν]], [[ἡλοκόπων]], ''IGRom.''3.896 (Anazarbus, ii A.D.), Judeich Altertümer von ''Hierapolis'' 133.
}}
{{ls
|lstext='''συντεχνία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[σύλλογος]] ὁμοτέχνων, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 11, σ. 241.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύντεχνος]]<br />[[κάθε]] οργανωμένο κοινωνικό [[σύνολο]], [[ιδίως]] [[μορφή]] επαγγελματικής ένωσης ομοτέχνων, με κύριο στόχο την [[προάσπιση]] και [[προαγωγή]] τών συμφερόντων τών μελών της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] στον μεσαίωνα) [[ένωση]] τεχνιτών και μαστόρων ή εμπόρων του ίδιου κλάδου, με κλειστή [[οργάνωση]] και [[ιεραρχία]], στα πλαίσια της οποίας η [[ειδίκευση]] στο αντίστοιχο [[επάγγελμα]] μεταδιδόταν [[μυστικά]] και η [[είσοδος]] σ' αυτό νέων μελών γινόταν με αυστηρά κριτήρια και [[έπειτα]] από [[υποβολή]] του υποψηφίου σε πολλαπλές δοκιμασίες, κν. [[εσνάφι]] ή [[συνάφι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) επαγγελματικό [[σωματείο]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[χαρακτηρισμός]] κοινωνικής οργάνωσης που συγκεντρώνει στους κόλπους της όσους επιδίδονται σε μία επαγγελματική [[ασχολία]], ή σε παρεμφερείς με αυτήν, με κύριο στόχο την [[υπεράσπιση]], αποκλειστικά, τών συμφερόντων τών μελών της, ανεξάρτητα ή και σε [[αντίθεση]] με τα γενικότερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνία Medium diacritics: συντεχνία Low diacritics: συντεχνία Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: syntechnía Transliteration B: syntechnia Transliteration C: syntechnia Beta Code: suntexni/a

English (LSJ)

ἡ, guild, λινουργῶν, ἡλοκόπων, IGRom.3.896 (Anazarbus, ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, σύλλογος ὁμοτέχνων, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 11, σ. 241.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σύντεχνος
κάθε οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, ιδίως μορφή επαγγελματικής ένωσης ομοτέχνων, με κύριο στόχο την προάσπιση και προαγωγή τών συμφερόντων τών μελών της
νεοελλ.
1. (ιδίως στον μεσαίωνα) ένωση τεχνιτών και μαστόρων ή εμπόρων του ίδιου κλάδου, με κλειστή οργάνωση και ιεραρχία, στα πλαίσια της οποίας η ειδίκευση στο αντίστοιχο επάγγελμα μεταδιδόταν μυστικά και η είσοδος σ' αυτό νέων μελών γινόταν με αυστηρά κριτήρια και έπειτα από υποβολή του υποψηφίου σε πολλαπλές δοκιμασίες, κν. εσνάφι ή συνάφι
2. (γενικά) επαγγελματικό σωματείο
3. (κατ' επέκτ.) χαρακτηρισμός κοινωνικής οργάνωσης που συγκεντρώνει στους κόλπους της όσους επιδίδονται σε μία επαγγελματική ασχολία, ή σε παρεμφερείς με αυτήν, με κύριο στόχο την υπεράσπιση, αποκλειστικά, τών συμφερόντων τών μελών της, ανεξάρτητα ή και σε αντίθεση με τα γενικότερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.