ἀνεμώκης: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεμώκης]], -ες (Α)<br />[[ταχύς]], γρήγορος σαν τον άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώκης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ώκος</i> «[[ταχύς]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ωκύς]])]. | |mltxt=[[ἀνεμώκης]], -ες (Α)<br />[[ταχύς]], γρήγορος σαν τον άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώκης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ώκος</i> «[[ταχύς]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ωκύς]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεμώκης:''' -ες ([[ὠκύς]]), [[ταχύς]], γρήγορος όπως ο [[άνεμος]], σε Ευρ., Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.
Greek Monolingual
ἀνεμώκης, -ες (Α)
ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -ώκης < ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)].
Greek Monotonic
ἀνεμώκης: -ες (ὠκύς), ταχύς, γρήγορος όπως ο άνεμος, σε Ευρ., Αριστ.