ἀμέλει: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμέλει]] (προστ. του ἀμελῶ) (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(ως επίρρ. για να δηλώσει [[έμφαση]]) πραγματικά, στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη σέ [[μέλει]], μη σέ [[νοιάζει]], να είσαι [[ήσυχος]] (ειδικά στην [[αρχή]] απαντήσεως)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ([[συχνά]] και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], [[οπωσδήποτε]], [[πράγματι]].
|mltxt=[[ἀμέλει]] (προστ. του ἀμελῶ) (AM)<br /><b>μσν.</b><br />(ως επίρρ. για να δηλώσει [[έμφαση]]) πραγματικά, στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη σέ [[μέλει]], μη σέ [[νοιάζει]], να είσαι [[ήσυχος]] (ειδικά στην [[αρχή]] απαντήσεως)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ([[συχνά]] και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], [[οπωσδήποτε]], [[πράγματι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμέλει:''' προστ. του [[ἀμελέω]],<br /><b class="num">I.</b>μη σε [[μέλει]], δεν πειράζει, σε Αριστοφ., Ξεν.· αόρ. αʹ <i>ἀμέλησαν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., [[φυσικά]], βέβαια, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλει Medium diacritics: ἀμέλει Low diacritics: αμέλει Capitals: ΑΜΕΛΕΙ
Transliteration A: amélei Transliteration B: amelei Transliteration C: amelei Beta Code: a)me/lei

English (LSJ)

properly imper. of ἀμελέω (cf.

   A ἀμέλησον Luc.DMort.5.2), never mind, do not trouble yourself, esp. to begin an answer, Ar.Nu. 877, Lib.Decl.20.18:—hence,    II as Adv., doubtless, by all means, of course, Ar.Ach.368, Nu.488, al., Pl.Phd.82a, al., X.Mem.1.4.7, Men.Sam.8; freq. ironically, as Ar.Ra.532; freq. in Thphr.Char. to introduce a subject, 13.1, al., or a further point, 2.9, al.    2 for instance, Thphr.Char.6.3, Luc.DDeor.25.1, etc.    3 at any rate, Luc. Nigr.26, Gp.10.2.3.    4 and indeed, Phld.Ir.p.16 W., Str.1.2.34, D.H.Rh.2.2, J.AJ7.4.1; and so, Polyaen.2.22.3, 7.6.4.    5 actually, to give emphasis, Agath.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 121] eigtl. imperat. von ἀμελέω, sei unbesorgt, Ar. Ach. 367; dah. allerdings, gewiß, Ar. Nub. 488 Eur. Ion 439; ἀμ. κλαύσεται Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1263; Plat. Phaed. 82 a u. sonst; Xen. Mam. 1, 4, 7; bes. in Antworten, Nicostr. Ath. XI, 474 b; Philipp. ib. VI, 230 b; Xen. Cyr. 5, 2, 13; oft verb. mit ὥςπερ; auch ironisch, Ar. Ran. 533.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλει: κυρίως προστακτ. τοῦ ἀμελέω· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε μέλει, δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - ὅθεν ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς ἄλλο, μάλιστα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: συχνάκις εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀμέλει· διό· ἁπλῶς [[[καλῶς]]]· οὕτως οὖν, τοιγαροῦν».

French (Bailly abrégé)

impér. de ἀμελέω;
1 sois sans inquiétude, sois tranquille;
2 empl. adv. certes, assurément, sans doute.

Greek Monolingual

ἀμέλει (προστ. του ἀμελῶ) (AM)
μσν.
(ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα
αρχ.
1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως)
2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά, οπωσδήποτε, πράγματι.

Greek Monotonic

ἀμέλει: προστ. του ἀμελέω,
I.μη σε μέλει, δεν πειράζει, σε Αριστοφ., Ξεν.· αόρ. αʹ ἀμέλησαν, σε Λουκ.
II. ως επίρρ., φυσικά, βέβαια, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.