βαρύδικος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύδικος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που παίρνει [[βαριά]], σκληρή [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] «[[ποινή]], [[τιμωρία]]»]. | |mltxt=[[βαρύδικος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που παίρνει [[βαριά]], σκληρή [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] «[[ποινή]], [[τιμωρία]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που λαμβάνει [[βαριά]], σκληρή [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.
German (Pape)
[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.
Spanish (DGE)
(βᾰρύδῐκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.
Greek Monolingual
βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].
Greek Monotonic
βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.