βραδυπόρος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βραδυπόρος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που βαδίζει [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργός]], [[νωθρός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βραδυπόρον [[πέλαγος]]» — [[πέλαγος]] το οποίο διασχίζει [[αργά]] το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[δύσπεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραδύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»].
|mltxt=[[βραδυπόρος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που βαδίζει [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αργός]], [[νωθρός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βραδυπόρον [[πέλαγος]]» — [[πέλαγος]] το οποίο διασχίζει [[αργά]] το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[δύσπεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραδύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰδυπόρος:''' <b class="num">1)</b> замедляющий скорость перехода, трудный для переплытия (βραδυπόρον ὑπὸ πλήθους ῥευμάτων τὸ [[πέλαγος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> слабый, близорукий ([[ὅρασις]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδῠπόρος Medium diacritics: βραδυπόρος Low diacritics: βραδυπόρος Capitals: ΒΡΑΔΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: bradypóros Transliteration B: bradyporos Transliteration C: vradyporos Beta Code: bradupo/ros

English (LSJ)

ον,

   A slow-passing, of food, Hp.Acut.62, Ruf. ap. Orib.5.3.4, Philagr.ib.5.19.4; of humours, Gal.7.341: generally, slow, ὅρασις Plu.2.626a; β. πέλαγος slow to pass, ib.941b.

German (Pape)

[Seite 461] langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

βραδυπόρος: -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· καθόλου, βραδύς, νωθρός, ἀργός, ὅρασις Πλούτ. 2. 626Α· βρ. πέλαγος, τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, αὐτόθι 941Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui marche ou s’avance lentement.
Étymologie: βραδύς, πόρος.

Greek Monolingual

βραδυπόρος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που βαδίζει αργά
αρχ.
1. αργός, νωθρός
2. φρ. «βραδυπόρον πέλαγος» — πέλαγος το οποίο διασχίζει αργά το πλοίο
3. (για τροφή) δύσπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -πορος < πόρος «πέρασμα»].

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδυπόρος: 1) замедляющий скорость перехода, трудный для переплытия (βραδυπόρον ὑπὸ πλήθους ῥευμάτων τὸ πέλαγος Plut.);
2) слабый, близорукий (ὅρασις Plut.).