βαρύκτυπος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που βροντάει ή ηχεί [[βαριά]], [[δυνατά]]. | |mltxt=[[βαρύκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που βροντάει ή ηχεί [[βαριά]], [[δυνατά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαρύκτῠπος:''' -ον, αυτός που παράγει [[βαρύ]] κτύπο, ήχο, αυτός που βροντά [[δυνατά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A heavy-sounding, loud-thundering, epith. of Zeus, h.Cer.3, Hes. Op.79; of Poseidon, Id.Th.818, Pi.O.1.72, Pae.4.41; also of the sea, AP9.753 (Claudian).
German (Pape)
[Seite 434] Ζεύς, furchtbar donnernd, H. h. Cer.; Hes. O. 79; Poseidon, Sc. 318; Th. 818; Pind. Ol. 1, 72 N. 4, 87; übh. laut brausend, πόντος Claudian. 4 (IX, 753).
Greek (Liddell-Scott)
βαρύκτῠπος: -ον, ὁ βαρέως κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· ὡσαύτως τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· ὡσαύτως βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe avec un bruit sourd ou retentissant (ép. de Zeus, de Poséidon, de la mer).
Étymologie: βαρύς, κτύπος.
English (Slater)
βᾰρύκτῠπος
1 loud pounding of the sea, and so epith. of Poseidon. βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν (O. 1.72) Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου (N. 4.87) “τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον (Pae. 4.41)
Spanish (DGE)
(βᾰρύκτῠπος) -ον
de golpe o ruido grave epít. de Zeus gravitonante Hes.Op.79, Th.388, Sc.318, h.Cer.3, 334, 441, 460, Semon.2.1, de Posidón β. Ἐννοσίγαιος Hes.Th.818, ἄπυεν βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν llamaba al dios gravitonante de espléndido tridente Pi.O.1.72, cf. N.4.87, Fr.52d.41, Hsch., πόντος AP 9.753 (Claudianus).
Greek Monolingual
βαρύκτυπος, -ον (Α)
αυτός που βροντάει ή ηχεί βαριά, δυνατά.
Greek Monotonic
βαρύκτῠπος: -ον, αυτός που παράγει βαρύ κτύπο, ήχο, αυτός που βροντά δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.