Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραχύβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[βραχύβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.
|mltxt=-α, -ο (AM [[βραχύβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύβιος:''' -ον, αυτός που έχει σύντομη [[ζωή]], βραχύ βίο, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠβῐος Medium diacritics: βραχύβιος Low diacritics: βραχύβιος Capitals: ΒΡΑΧΥΒΙΟΣ
Transliteration A: brachýbios Transliteration B: brachybios Transliteration C: vrachyvios Beta Code: braxu/bios

English (LSJ)

ον,

   A short-lived, Pl.R.546a, Arist.HA494a1, etc.: Comp., Hp.Art.41, Arist.HA501b23; of plants, Thphr.HP4.13.1 (= χειλιδύνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180): Sup. -ώτατος Str.16.4.12.

German (Pape)

[Seite 462] von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύβιος: -ον, ὁ βραχὺν ἔχων βίον, ὀλιγόζωος, Πλάτ. Πολ. 546A, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15, 4, κτλ.· -συγκρ., Ἱππ. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ.· -οὐσιαστ. βρᾰχῠβιότης, ητος, ἡ βραχυχρονιότης ζωῆς, Ἀριστ. Προβλ. 34. 10 (ἔγραψεν ὡσαύτως καὶ περὶ μακρο- καὶ βραχυβιότητος)· ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est courte.
Étymologie: βραχύς, βίος.

Spanish (DGE)

-ον
1 de corta vida de pers., Hp.Art.41, Pl.R.546a, D.S.3.29, de animales, Arist.HA 494a1, 501b23, Str.16.4.12, de plantas, Thphr.CP 2.11.7 (= Democr.A.162), Thphr.HP 4.13.1, β. ζωή Mac.Aeg.Serm.B 25.1.4.
2 subst., bot. ἡ β. otro n. de la celidonia Ps.Dsc.2.180.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βραχύβιος, -ον)
αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.

Greek Monotonic

βρᾰχύβιος: -ον, αυτός που έχει σύντομη ζωή, βραχύ βίο, σε Πλάτ.