ἀχάτης: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
(7)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀχάτης]])<br />ημιπολύτιμο πυριτικό [[ορυκτό]], [[ποικιλία]] του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική [[διαφάνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. και, [[κατά]] μία [[άποψη]], σημιτικής προελεύσεως. Ο [[ποταμός]] της Σικελίας [[καθώς]] και το κύριο όνομα <i>Αχάτης</i> [[πρέπει]] να έλαβαν την [[ονομασία]] τους από το όνομα του λίθου].
|mltxt=ο (AM [[ἀχάτης]])<br />ημιπολύτιμο πυριτικό [[ορυκτό]], [[ποικιλία]] του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική [[διαφάνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. και, [[κατά]] μία [[άποψη]], σημιτικής προελεύσεως. Ο [[ποταμός]] της Σικελίας [[καθώς]] και το κύριο όνομα <i>Αχάτης</i> [[πρέπει]] να έλαβαν την [[ονομασία]] τους από το όνομα του λίθου].
}}
{{etym
|etymtx=-ου<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[agate]] (Thphr.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unknown. Semitic etymology in Lewy Fremdw. 56. -. The river [[Achates]] on Sicily and the PN [[Achates]] are probably called after the stone. Cf. Lewy.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάτης Medium diacritics: ἀχάτης Low diacritics: αχάτης Capitals: ΑΧΑΤΗΣ
Transliteration A: achátēs Transliteration B: achatēs Transliteration C: achatis Beta Code: a)xa/ths

English (LSJ)

[ᾰχᾱ], ου, ὁ,

   A agate, Thphr.Lap.31, J.AJ3.7.5, D.P.1075, Nonn.D.5.170.

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάτης: -ου, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Θεόφρ. π. Λίθ. 31, Διον. Π. 1075. [ᾰχᾱ]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agate.
Étymologie: DELG pê emprunté.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mineral. ágata ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.Lap.31, cf. LXX Ex.28.19, 36.19, Ez.28.13, I.AI 3.168, Nonn.D.5.170, λίθος ἀχάτης Gal.19.734, 735.

Greek Monolingual

ο (AM ἀχάτης)
ημιπολύτιμο πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. και, κατά μία άποψη, σημιτικής προελεύσεως. Ο ποταμός της Σικελίας καθώς και το κύριο όνομα Αχάτης πρέπει να έλαβαν την ονομασία τους από το όνομα του λίθου].

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: agate (Thphr.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Semitic etymology in Lewy Fremdw. 56. -. The river Achates on Sicily and the PN Achates are probably called after the stone. Cf. Lewy.