Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνδρειφόντης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀνδρεϊφόντης, ο (Α)<br />[[ανδροκτόνος]], αντροφονιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]», με [[επίδραση]] του [[φόνος]]. Ο τ. <i>ανδρειφόντης</i> [[αντί]] <i>ανδροφόντης</i> αναλογικά [[προς]] το <i>αργειφόντης</i>].
|mltxt=ἀνδρεϊφόντης, ο (Α)<br />[[ανδροκτόνος]], αντροφονιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]», με [[επίδραση]] του [[φόνος]]. Ο τ. <i>ανδρειφόντης</i> [[αντί]] <i>ανδροφόντης</i> αναλογικά [[προς]] το <i>αργειφόντης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρειφόντης:''' -ου, ὁ ([[ἀνήρ]], *[[φένω]]), αυτός που φονεύει άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρειφόντης Medium diacritics: ἀνδρειφόντης Low diacritics: ανδρειφόντης Capitals: ΑΝΔΡΕΙΦΟΝΤΗΣ
Transliteration A: andreiphóntēs Transliteration B: andreiphontēs Transliteration C: andreifontis Beta Code: a)ndreifo/nths

English (LSJ)

ον, ὁ,

   A man-slaying, epith. of Ἐνυάλιος, Il.2.651, etc.; but the metre requires ἀδρι-φόντης, cf. ἀνδρότης.

German (Pape)

[Seite 217] Ἐνυάλιος, der Männer mordende, Il. 2, 651. 7, 166. 8, 264. 17, 259.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρειφόντης: -ου, ὁ (φονεύω) ἀνδροφόνος, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ Ἰλ. Β. 651, κτλ.: πρβλ. ἀνδροφόνος: ἀλλὰ τὸ μέτρον φαίνεται ὡς νὰ ἀπαιτῇ ἀνδροφόντης, πρβλ. ἁδρός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tueur d’hommes.
Étymologie: ἀνήρ, πεφνεῖν.

Spanish (DGE)

-ου

• Grafía: tb. ἀνδρεφ- Eust.183.6
matador de hombres epít. de Enialio Il.2.651, cf. Hsch., Eust.l.c.

Greek Monolingual

ἀνδρεϊφόντης, ο (Α)
ανδροκτόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -φόντης < θείνω «σκοτώνω», με επίδραση του φόνος. Ο τ. ανδρειφόντης αντί ανδροφόντης αναλογικά προς το αργειφόντης].

Greek Monotonic

ἀνδρειφόντης: -ου, ὁ (ἀνήρ, *φένω), αυτός που φονεύει άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.