δεξίωμα: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεξίωμα]] (-ατος), το (Α) [[δεξιούμαι]]<br /><b>1.</b> αυτό που [[πρόθυμα]] γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο<br /><b>2.</b> το να απλώνεις το δεξί [[χέρι]] σε χαιρετισμό, η [[βεβαίωση]] ή [[ένδειξη]] φιλίας. | |mltxt=[[δεξίωμα]] (-ατος), το (Α) [[δεξιούμαι]]<br /><b>1.</b> αυτό που [[πρόθυμα]] γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο<br /><b>2.</b> το να απλώνεις το δεξί [[χέρι]] σε χαιρετισμό, η [[βεβαίωση]] ή [[ένδειξη]] φιλίας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεξίωμα:''' -ατος, τό ([[δεξιόομαι]]), =[[δεξίωσις]], [[επιβεβαίωση]] [[φιλίας]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A acceptable thing, ὦ χρυσέ, δ. κάλλιστον βροτοῖς E.Fr.324.1. II pledge or mark of friendship, S.OC619 (pl.), D.C.58.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 547] τό, 1) der Vertrag, Freundschaft, Soph. O. C. 625; Begrüßung, Dio Cass. 58, 5. – 2) das gern Aufgenommene, Eur. Beller. frg. 15.
Greek (Liddell-Scott)
δεξίωμα: τό, τὸ προθύμως δεκτὸν γινόμενον, εὐπρόσδεκτον πρᾶγμα, Τραγ. παρ᾽ Ἀθην. 159Β. ΙΙ. = δεξίωσις, τὸ δεξιοῦσθαι, ἐκτείνειν τὴν δεξιάν, βεβαίωσις φιλίας, Σοφ. Ο. Κ. 619. Δ. Κάσσ. 58, 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. δεξίωσις.
Étymologie: δεξιόομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 plu. señales de amistad, actos de amistad, acuerdos sellados dándose la mano τὰ νῦν σύμφωνα δεξιώματα los amistosos acuerdos de ahora S.OC 619 (pero cf. δεξίαμα)
•testimonio o prueba de amistad D.C.58.5.3, δεξιώματα ... φιλίας I.AI 16.56
•muestras de hospitalidad ἐκ τῶν βαρβάρων ... δεξιώματα θανατηρά Eust.Op.300.90.
2 lo que se recibe, regalo ὦ χρυσέ, δ. κάλλιστον βροτοῖς E.Fr.324 (pero cf. δεξίαμα).
Greek Monolingual
δεξίωμα (-ατος), το (Α) δεξιούμαι
1. αυτό που πρόθυμα γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο
2. το να απλώνεις το δεξί χέρι σε χαιρετισμό, η βεβαίωση ή ένδειξη φιλίας.
Greek Monotonic
δεξίωμα: -ατος, τό (δεξιόομαι), =δεξίωσις, επιβεβαίωση φιλίας, σε Σοφ.