δελεάρπαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δελεάρπαξ]] (-[[άγος]]), ο, η (Α) (για [[ψάρι]]) αυτός που αρπάζει το [[δόλωμα]] από το [[αγκίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέλεαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[άρπαξ]] (-<i>γος</i>)].
|mltxt=[[δελεάρπαξ]] (-[[άγος]]), ο, η (Α) (για [[ψάρι]]) αυτός που αρπάζει το [[δόλωμα]] από το [[αγκίστρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέλεαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[άρπαξ]] (-<i>γος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δελεάρπαξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το [[δόλωμα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελεάρπαξ Medium diacritics: δελεάρπαξ Low diacritics: δελεάρπαξ Capitals: ΔΕΛΕΑΡΠΑΞ
Transliteration A: deleárpax Transliteration B: delearpax Transliteration C: delearpaks Beta Code: delea/rpac

English (LSJ)

αγος, ὁ, ἡ,

   A snapping at the bait, πέρκη AP7.504.3 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 544] αγος, den Köder wegschnappend, Leon. Tar. 98 (VII, 504).

Greek (Liddell-Scott)

δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, ὁ τὸ δέλεαρ μεθ’ ὁρμῆς ἁρπάζων, πέρκης Ἀνθ. Π. 7. 504.

French (Bailly abrégé)

αγος (ὁ, ἡ)
qui saisit avidement l’appât.
Étymologie: δέλεαρ, ἁρπάζω.

Spanish (DGE)

-αγος que se engancha al cebo πέρκη AP 7.504 (Leon.).

Greek Monolingual

δελεάρπαξ (-άγος), ο, η (Α) (για ψάρι) αυτός που αρπάζει το δόλωμα από το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεαρ + άρπαξ (-γος)].

Greek Monotonic

δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το δόλωμα, σε Ανθ.