γεύμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γέμα]] και [[γιόμα]], το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα)<br />η [[τροφή]], το [[φαγητό]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[πρόγευμα]]<br /><b>2.</b> το μεσημεριανό [[φαγητό]], το κύριο [[γεύμα]] της ημέρας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη [[ποσότητα]] τροφής που καταναλώνει [[κανείς]] («[[τρία]] γεύματα την [[ημέρα]]»)<br /><b>2.</b> [[επίσημο]] [[δείπνο]], βραδυνή [[συνεστίαση]] («παρετέθη [[γεύμα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />το να αποκτά [[κανείς]] [[εμπειρία]] σε [[κάτι]] («γεῡμα τῆς κρίσεως» — το να έχει συνειδητοποιήσει [[κανείς]] τη μέλλουσα [[κρίση]])<br /><b>αρχ.</b><br />το να δοκιμάζει [[κανείς]] [[κάτι]] φαγώσιμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γεύομαι]]. Ο μεταπλασμένος τ. [[γιόμα]] (με -<i>ο</i>- [[αντί]] -<i>ε</i>- λόγω επιδράσεως του επόμενου χειλικού συμφώνου) προήλθε από το συνώνυμο [[γέμα]], με [[μεταβίβαση]] της ουρανικότητας (<b>[[πρβλ]].</b> [[γεμίζω]] - [[γιομίζω]], [[γεμάτος]] - [[γιομάτος]] κ.ά.].
|mltxt=και [[γέμα]] και [[γιόμα]], το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα)<br />η [[τροφή]], το [[φαγητό]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[πρόγευμα]]<br /><b>2.</b> το μεσημεριανό [[φαγητό]], το κύριο [[γεύμα]] της ημέρας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απαραίτητη [[ποσότητα]] τροφής που καταναλώνει [[κανείς]] («[[τρία]] γεύματα την [[ημέρα]]»)<br /><b>2.</b> [[επίσημο]] [[δείπνο]], βραδυνή [[συνεστίαση]] («παρετέθη [[γεύμα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />το να αποκτά [[κανείς]] [[εμπειρία]] σε [[κάτι]] («γεῡμα τῆς κρίσεως» — το να έχει συνειδητοποιήσει [[κανείς]] τη μέλλουσα [[κρίση]])<br /><b>αρχ.</b><br />το να δοκιμάζει [[κανείς]] [[κάτι]] φαγώσιμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γεύομαι]]. Ο μεταπλασμένος τ. [[γιόμα]] (με -<i>ο</i>- [[αντί]] -<i>ε</i>- λόγω επιδράσεως του επόμενου χειλικού συμφώνου) προήλθε από το συνώνυμο [[γέμα]], με [[μεταβίβαση]] της ουρανικότητας ([[πρβλ]]. [[γεμίζω]] - [[γιομίζω]], [[γεμάτος]] - [[γιομάτος]] κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα)
η τροφή, το φαγητό
μσν.- νεοελλ.
1. το πρόγευμα
2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα της ημέρας
νεοελλ.
1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείςτρία γεύματα την ημέρα»)
2. επίσημο δείπνο, βραδυνή συνεστίαση («παρετέθη γεύμα»)
αρχ.-μσν.
το να αποκτά κανείς εμπειρία σε κάτι («γεῡμα τῆς κρίσεως» — το να έχει συνειδητοποιήσει κανείς τη μέλλουσα κρίση)
αρχ.
το να δοκιμάζει κανείς κάτι φαγώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι. Ο μεταπλασμένος τ. γιόμα (με -ο- αντί -ε- λόγω επιδράσεως του επόμενου χειλικού συμφώνου) προήλθε από το συνώνυμο γέμα, με μεταβίβαση της ουρανικότητας (πρβλ. γεμίζω - γιομίζω, γεμάτος - γιομάτος κ.ά.].