διερῶ: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διερῶ]] (Α)<br />[[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>ά</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>ερώ</i> (-<i>άω</i>) «[[χύνω]] έξω, [[ξεχύνω]]»<br />(<b>[[πρβλ]].</b> <i>απερώ</i>, [[εξερώ]], [[κατερώ]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[διερῶ]] (Α)<br />[[στραγγίζω]], [[φιλτράρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>ά</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>ερώ</i> (-<i>άω</i>) «[[χύνω]] έξω, [[ξεχύνω]]»<br />(<b>[[πρβλ]].</b> <i>απερώ</i>, [[εξερώ]], [[κατερώ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διερῶ:''' χρησιμ. ως μέλ., [[διείρηκα]] ως παρακ. του [[διαγορεύω]], πρβλ. [[διεῖπον]]· θα πω με [[ακρίβεια]], με [[σαφήνεια]], θα εκφράσω ρητά, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., αόρ. αʹ [[διερρήθην]], παρακ. [[διείρημαι]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 30 December 2018
English (LSJ)
serving as fut., διείρηκα as pf., of διαγορεύω (διεῖπον (q. v.), being aor.):—
A say fully, distinctly, expressly, Pl.Lg.809e, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28, cf. 23.72:—Pass., aor. διερρήθην Pl.Lg.932e: pf. διείρημαι ib.813a, etc.; διειρημένον it having been expressly stated, D.17.28.
Greek (Liddell-Scott)
διερῶ: χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ διείρηκα ὡς πρκμ. τοῦ διαγορεύω (διεῖπον, ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, ὡρισμένως, ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ νόμος Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι αὐτόθι 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ διαταγή, ὁ αὐτ. 219. 23.
French (Bailly abrégé)
fut. de διείρω et de *διέρω.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
Greek Monolingual
διερῶ (Α)
στραγγίζω, φιλτράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ (-άω) «χύνω έξω, ξεχύνω»
(πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)].
Greek Monotonic
διερῶ: χρησιμ. ως μέλ., διείρηκα ως παρακ. του διαγορεύω, πρβλ. διεῖπον· θα πω με ακρίβεια, με σαφήνεια, θα εκφράσω ρητά, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., αόρ. αʹ διερρήθην, παρακ. διείρημαι, σε Πλάτ.