ἑβδομήκοντα: Difference between revisions
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
(10) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οι, τα (AM [[ἑβδομήκοντα]], οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο)<br /><b>1.</b> [[εβδομήντα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι [[εβδομήκοντα]]<br />α) οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική<br />β) οι [[εβδομήντα]] μαθητές ή απόστολοι του Χριστού. | |mltxt=οι, τα (AM [[ἑβδομήκοντα]], οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο)<br /><b>1.</b> [[εβδομήντα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι [[εβδομήκοντα]]<br />α) οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική<br />β) οι [[εβδομήντα]] μαθητές ή απόστολοι του Χριστού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑβδομήκοντα:''' οἱ, αἱ, τά ([[ἕβδομος]]), άκλιτ., [[εβδομήντα]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A seventy, Hdt.1.32, X.An.4.7.8, etc.
German (Pape)
[Seite 699] οἱ, αἱ, τά, indecl., siebzig; überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἡρόδ. 1. 32, κτλ.· Βοιωτ. ἑβδομείκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1571. 19 - Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον πολλαπλάσιον τοῦ 10 μέχρι τοῦ 100 ὅπερ ἀποκλείεται, ἀναμφιβόλως ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρ. καταλόγου.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
soixante-dix.
Étymologie: ἕβδομος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. y tes. ἑβδε- CID 2.4.1.13; hεβδε- TEracl.1.23 (IV a.C.), IG 42.106.15 (todas IV a.C.), SEG 40.1596.6 (Cirene IV a.C.); beoc. ἑβδομεί- Nouveau Choix 24A.4 (Acrefia III a.C.); tes. ἑτδεμεί- SEG 26.672.34 (Larisa II a.C.)
numeral cardinal indecl. setenta ἔτεα Hdt.1.32, cf. Pl.Ap.17d, ἑ. [σὺ] ν στεφάνοισιν B.2.9, νῆες Th.1.61, cf. X.HG 1.5.1, ἄνθρωποι ὡς ἑ. X.An.4.7.8, de medidas, monedas, etc. CID 2.67.18 (IV a.C.), l.c., μὴ ἔλαττον τὸ εὖρος ἑ. πήχεων Ph.Mech.85.6, ἀργυρίου δραχμαὶ ἑκατὸν ἑ. δύο PTurner 25.15 (II d.C.)
•οἱ Ἑ. los Setenta traductores de la Biblia hebrea al griego, Gr.Naz.M.36.193A.
English (Strong)
from ἕβδομος and a modified form of δέκα; seventy: seventy, three score and ten.
Greek Monolingual
οι, τα (AM ἑβδομήκοντα, οι, αι, τα) (ακλ. αριθμητ. απόλυτο)
1. εβδομήντα
2. το αρσ. ως ουσ. οι εβδομήκοντα
α) οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική
β) οι εβδομήντα μαθητές ή απόστολοι του Χριστού.
Greek Monotonic
ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά (ἕβδομος), άκλιτ., εβδομήντα, σε Ηρόδ. κ.λπ.