ένδικος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(11) |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον (AM [[ἔνδικος]], -ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το [[δίκαιο]], [[νόμιμος]] («ένδικα [[μέσα]]», «[[χάριν]] ἔνδικον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[δίκαιος]] («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν [[ἔνδικος]] βροτῶν», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόλη]], δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει δίκιο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει [[δικαίωμα]] για δικαστική [[δίωξη]] κάποιου<br /><b>4.</b> (για [[ημέρα]]) [[κατά]] την οποία επιτρέπεται η [[διεξαγωγή]] δίκης, [[δικάσιμος]]<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] («τίς μοι | |mltxt=-η, -ον (AM [[ἔνδικος]], -ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το [[δίκαιο]], [[νόμιμος]] («ένδικα [[μέσα]]», «[[χάριν]] ἔνδικον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[δίκαιος]] («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν [[ἔνδικος]] βροτῶν», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόλη]], δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει δίκιο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει [[δικαίωμα]] για δικαστική [[δίωξη]] κάποιου<br /><b>4.</b> (για [[ημέρα]]) [[κατά]] την οποία επιτρέπεται η [[διεξαγωγή]] δίκης, [[δικάσιμος]]<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] («τίς μοι φανεῖται [[πίστις]] [[ἔνδικος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ευμενής]], [[ευνοϊκός]] («πέλοιτ' ἄν ἔνδικα γάμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔνδικον</i> και <i>τοὔνδικον</i><br />α) το [[δίκαιο]], [[ορθό]], σωστό<br />β) [[αλήθεια]]<br /><b>8.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔνδικα</i><br />δίκαια, σωστά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 27 May 2022
Greek Monolingual
-η, -ον (AM ἔνδικος, -ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.)
αρχ.-μσν.
(για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.)
αρχ.
1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει δίκιο
3. εκείνος που έχει δικαίωμα για δικαστική δίωξη κάποιου
4. (για ημέρα) κατά την οποία επιτρέπεται η διεξαγωγή δίκης, δικάσιμος
5. κατάλληλος, αρμόδιος («τίς μοι φανεῖται πίστις ἔνδικος», Σοφ.)
6. ευμενής, ευνοϊκός («πέλοιτ' ἄν ἔνδικα γάμοις», Αισχύλ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνδικον και τοὔνδικον
α) το δίκαιο, ορθό, σωστό
β) αλήθεια
8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔνδικα
δίκαια, σωστά.