δικάσιμος
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
δικάσιμον, judicial, δ. ἡμέρα when the courts are open, Men.969; τῇ ἑξῆς δ. (sc. ἡμέρα) PLips.32.13 (iii A. D.); δ. μῆνες Pl.Lg.958b.
Spanish (DGE)
(δῐκάσιμος) -ον
que concierne al juicio δικάσιμοι μῆνες meses en que funcionan los tribunales Pl.Lg.958b, cf. D.Fr.11S., ἡ δικάσιμος (sc. ἡμέρα) día en el que se celebran juicios, e.e. día laborable Men.Fr.840, PStras.41.34, 49 (III d.C.), χρόνοι D.H.11.30.
German (Pape)
[Seite 628] ον, zum Prozess, Gericht gehörig; μῆνες Plat. Legg. XII, 958 b, wie Philetaer. com. Schol. Ar. Av. 1047, u. ἡμέραι, ὥρα, Poll. 8, 26, Gerichtstag, -zeit, dies fastus.
Russian (Dvoretsky)
δῐκάσιμος: (ᾰ) посвященный судебным заседаниям, судейский (μῆνες Plat.; ἡμέρα Men.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκάσιμος: -ον, καθ’ ὃν γίνονται δίκαι, δ. ἡμέρα, Λατ. dies fastus, ὅτε τὰ δικαστήρια εἰργάζοντο, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 397· δ. μῆνες Πλάτ. Νόμ. 958Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δικάσιμος, -ον) δίκασις
Ι. 1. ο προσδιορισμένος για δίκη, αυτός που μπορεί να δικαστεί
2. το θηλ. ως ουσ.
η δικάσιμος
η ημέρα που καθορίζεται για τη διεξαγωγή της δίκης
το ουδ. ως ουσ. το δικάσιμο (Μ δικάσιμον)
κρίση, δίκη
μσν.
1. αντιλογία, διένεξη
2. επίπληξη.