ἐναέριος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(11)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναέριος]], -ον)<br />αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, [[μετέωρος]] («εναέρια [[συγκοινωνία]]», «[[εναέριος]] [[σιδηρόδρομος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ουράνιος]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναερίως</i><br />[[κατά]] εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐναέριος]], -ον)<br />αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, [[μετέωρος]] («εναέρια [[συγκοινωνία]]», «[[εναέριος]] [[σιδηρόδρομος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ουράνιος]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναερίως</i><br />[[κατά]] εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾱέριος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾱέριος Medium diacritics: ἐναέριος Low diacritics: εναέριος Capitals: ΕΝΑΕΡΙΟΣ
Transliteration A: enaérios Transliteration B: enaerios Transliteration C: enaerios Beta Code: e)nae/rios

English (LSJ)

ον,

   A in the air, ζῷα Ti.Locr.101c, Gal.Thras.40; μεῖξις Luc.Musc.Enc.6; opp. ἔγγειος, Them.Or.13.168b. cf. Porph.Gaur. 10.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾱέριος: -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι διατρίβων, τῶν ἐναερίων ζῴων Τίμ. Λοκρ. 101C· μῖξις Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou vit dans l’air, aérien.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.

Spanish (DGE)

(ἐνᾱέριος) -ον

• Alolema(s): ἐνηέριος Orph.H.25.8, Synes.Hymn.2.176
aéreo, que está o va por el aire ζῶα Ti.Locr.101c, op. ἔνυδρος Str.17.1.36, Gal.5.883, Gr.Nyss.Eun.1.304, Basil.Hex.8.8, op. χερσαῖος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.15.28.10.22, δυνάμεις op. ἐναιθέριος y ἔνυδρος Placit.1.7.31, μεῖξις ref. al apareamiento de las moscas, Luc.Musc.Enc.6, de las aguas pluviales op. ἔγγειος Them.Or.13.168b, φῶς Eus.PE 15.11.3, πνεῦμα Gr.Nyss.Eun.3.1.39, οἳ (ἀθάνατοι) ... ἐνηέριοί τε ποτῶνται Orph.l.c., cf. Cels.Phil.8.35, Porph.Gaur.10.6
subst. τὸ ἐναέριον ser aéreo, criatura del aire τὸ περιοικοῦν τῶν ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων M.Ant.12.24, cf. Plu.Fr.121, op. τὰ οὐράνια, ἐπιχθόνια, ὑποχθόνια Synes.l.c., def. como πνεῦμα ἀκάθαρτον Sud.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐναέριος, -ον)
αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος»)
μσν.
1. ουράνιος
2. ψηλός.
επίρρ...
εναερίως
κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.

Greek Monotonic

ἐνᾱέριος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.