εμφορούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(11)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ)<br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] από κάποιο [[συναίσθημα]], διαπνέομαι από κάποια [[σκέψη]] ή [[ιδέα]], κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ [[ἀξίως]] ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κάνω]] υπερβολική [[χρήση]] ενός πράγματος («ἐνεφοροῡντο τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[χορταίνω]], [[γεμίζω]] το [[στομάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι, μεταφέρομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εισάγω]], [[χύνω]], [[γεμίζω]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], [[εντείνω]]<br /><b>5.</b> [[επισωρεύω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιρρίπτω]] στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
|mltxt=(-έομαι) (AM ἐμφοοῦμαι και ἐμφορῶ)<br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] από κάποιο [[συναίσθημα]], διαπνέομαι από κάποια [[σκέψη]] ή [[ιδέα]], κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ [[ἀξίως]] ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κάνω]] υπερβολική [[χρήση]] ενός πράγματος («ἐνεφοροῡντο τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[χορταίνω]], [[γεμίζω]] το [[στομάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι, μεταφέρομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εισάγω]], [[χύνω]], [[γεμίζω]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], [[εντείνω]]<br /><b>5.</b> [[επισωρεύω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιρρίπτω]] στο [[πρόσωπο]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

(-έομαι) (AM ἐμφοοῦμαι και ἐμφορῶ)
μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)
αρχ.-μσν.
είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος («ἐνεφοροῡντο τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)
μσν.
χορταίνω, γεμίζω το στομάχι
αρχ.
1. εισάγω, φέρνω μέσα
2. παθ. οδηγούμαι, μεταφέρομαι μέσα σε κάτι
3. εισάγω, χύνω, γεμίζω
4. προκαλώ, επιφέρω, εντείνω
5. επισωρεύω πάνω σε κάτι, επιρρίπτω στο πρόσωπο κάποιου.