ἐννοσίγαιος: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(12) |
(2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐννοσίγαιος]], ο (επικ. τ. αντὶ [[ἐνοσίγαιος]]) (Α)<br />(ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έν</i>(<i>ν</i>)<i>οσις</i> «[[κλονισμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γαία]]]. | |mltxt=[[ἐννοσίγαιος]], ο (επικ. τ. αντὶ [[ἐνοσίγαιος]]) (Α)<br />(ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έν</i>(<i>ν</i>)<i>οσις</i> «[[κλονισμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γαία]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐννοσίγαιος:''' и [[ἐνοσίγαιος]] 2 Hom., Hes., Luc. = [[ἐνοσίχθων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 848] p. = ἐνοσίγαιος, ὁ, der Erderschütterer, Poseidon, weil man ihn als den Urheber der Erdbeben ansah, Hom. u. Hes. – Adj., ἐχέτλη, die Erde umstürzend, Nonn. 1, 327.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοσίγαιος: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. ἐνίοτε ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· ἐννοσίγαιος ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, εἰνοσίφυλλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui ébranle la terre (Poséidon) ; abs. le dieu qui ébranle la terre.
Étymologie: *ἐνέθω, γαῖα.
English (Autenrieth)
(ἔνοσις, γαῖα): earthshaker, epithet of Poseidon, god of the sea, as causer of earthquakes; joined with γαιήοχος, Il. 9.183.
Greek Monolingual
ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α)
(ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + -γαιος < γαία].
Russian (Dvoretsky)
ἐννοσίγαιος: и ἐνοσίγαιος 2 Hom., Hes., Luc. = ἐνοσίχθων.