ἐπιτυχία: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιτυχία]]) [[επιτυχής]]<br />αίσια και [[ευτυχής]] [[έκβαση]], [[ευδοκίμηση]], [[ευόδωση]], [[τελεσφόρηση]] (α. «[[επιτυχία]] στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνοδος]], [[συνάντηση]], [[σχέση]] («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύχη]], [[ευτυχία]] («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πλεονέκτημα]], [[υπεροχή]], [[κέρδος]]<br /><b>3.</b> [[έργο]], [[επιχείρηση]]. | |mltxt=η (AM [[ἐπιτυχία]]) [[επιτυχής]]<br />αίσια και [[ευτυχής]] [[έκβαση]], [[ευδοκίμηση]], [[ευόδωση]], [[τελεσφόρηση]] (α. «[[επιτυχία]] στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνοδος]], [[συνάντηση]], [[σχέση]] («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύχη]], [[ευτυχία]] («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πλεονέκτημα]], [[υπεροχή]], [[κέρδος]]<br /><b>3.</b> [[έργο]], [[επιχείρηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτυχία:''' ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A luck, chance, ὁκόσα -τυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1. 2 success, opp. ἀποτυχίη, Democr.275 ; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4 ; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70 ; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33 ; advantage, Ph.2.326. b κατ' ἐπιτυχίαν casually, by a fortunate coincidence, Plot.2.3.7. 3 undertaking, ματαία ἐ. BGU1060.3(i B.C.).
German (Pape)
[Seite 998] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῠχία: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πολύβ. 1. 6, 4, Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτυχία) επιτυχής
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτυχία: ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.