ευλάβεια: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(15)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐλάβεια]], Α ιων. τ. [[εὐλαβίη]]) [[ευλαβής]]<br /><b>1.</b> το [[ήθος]] και ο [[τρόπος]] του ευλαβούς, ο [[σεβασμός]], η [[ευσέβεια]] [[προς]] τα [[θεία]], η [[θεοσέβεια]] (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐκανε μ' [[ευλάβεια]] το σταυρό του»)<br /><b>2.</b> ο [[φόβος]], το [[δέος]] [[προς]] τον θεό («ἐν εὐλαβείᾳ προσκυνήσω σοι ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», Κύριλλ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[σεβασμός]], [[ευσέβεια]]<br /><b>2.</b> ο [[φόβος]]<br /><b>3.</b> ως [[προσφώνηση]] φιλοφρονητική [[προς]] ιερωμένους («παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάκριση]], [[προσοχή]], [[πρόβλεψη]] (α. «ἐσῴζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν» — θα θυμόταν την [[προσοχή]], <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐπ' εὐλαβείᾳ» — [[χάριν]] προσοχής, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποφυγή]], [[διαφυγή]] («εὐλάβειαι πληγῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> θρησκευτική [[προσοχή]], [[ηθικός]] [[φραγμός]]<br /><b>4.</b> προσεκτική [[χρήση]] κάποιου πράγματος<br /><b>5.</b> (με κακή σημ.) α) [[φιλυποψία]]<br />β) [[δειλία]], [[ατολμία]]<br /><b>5.</b> [[θρησκεία]], [[πίστη]], θρησκευτική ζωή.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐλάβεια]], Α ιων. τ. [[εὐλαβίη]]) [[ευλαβής]]<br /><b>1.</b> το [[ήθος]] και ο [[τρόπος]] του ευλαβούς, ο [[σεβασμός]], η [[ευσέβεια]] [[προς]] τα [[θεία]], η [[θεοσέβεια]] (α. «τὴν περὶ τὸ θεῖον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἐκανε μ' [[ευλάβεια]] το σταυρό του»)<br /><b>2.</b> ο [[φόβος]], το [[δέος]] [[προς]] τον θεό («ἐν εὐλαβείᾳ προσκυνήσω σοι ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», Κύριλλ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[σεβασμός]], [[ευσέβεια]]<br /><b>2.</b> ο [[φόβος]]<br /><b>3.</b> ως [[προσφώνηση]] φιλοφρονητική [[προς]] ιερωμένους («παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάκριση]], [[προσοχή]], [[πρόβλεψη]] (α. «ἐσῴζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν» — θα θυμόταν την [[προσοχή]], <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐπ' εὐλαβείᾳ» — [[χάριν]] προσοχής, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποφυγή]], [[διαφυγή]] («εὐλάβειαι πληγῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> θρησκευτική [[προσοχή]], [[ηθικός]] [[φραγμός]]<br /><b>4.</b> προσεκτική [[χρήση]] κάποιου πράγματος<br /><b>5.</b> (με κακή σημ.) α) [[φιλυποψία]]<br />β) [[δειλία]], [[ατολμία]]<br /><b>5.</b> [[θρησκεία]], [[πίστη]], θρησκευτική ζωή.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) ευλαβής
1. το ήθος και ο τρόπος του ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῖον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ.
β. «ἐκανε μ' ευλάβεια το σταυρό του»)
2. ο φόβος, το δέος προς τον θεό («ἐν εὐλαβείᾳ προσκυνήσω σοι ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», Κύριλλ.)
μσν.-αρχ.
1. (γενικά) σεβασμός, ευσέβεια
2. ο φόβος
3. ως προσφώνηση φιλοφρονητική προς ιερωμένους («παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. διάκριση, προσοχή, πρόβλεψη (α. «ἐσῴζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν» — θα θυμόταν την προσοχή, Σοφ.
β. «ἐπ' εὐλαβείᾳ» — χάριν προσοχής, Πλάτ.)
2. αποφυγή, διαφυγή («εὐλάβειαι πληγῶν», Πλάτ.)
3. θρησκευτική προσοχή, ηθικός φραγμός
4. προσεκτική χρήση κάποιου πράγματος
5. (με κακή σημ.) α) φιλυποψία
β) δειλία, ατολμία
5. θρησκεία, πίστη, θρησκευτική ζωή.