ἀκάρπωτος: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μεστώσει<br />«ακάρπωτα [[κουκιά]]»<br />ΙΙ <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδούλευτος]], [[ακαλλιέργητος]] («[[ἀκάρπωτος]] γῆ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br />«νίκας ἀκάρπωτον [[χάριν]]» (<b>Σοφ.</b> <i>Αί</i>. 176)<br /><b>3.</b> ο [[ανεκπλήρωτος]]<br />«χρησμὸς [[ἀκάρπωτος]]» (<b>Αισχύλ.</b> <i>Ευμ</i>. 714).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καρπῶ</i> «[[φέρω]] καρπούς»<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρπώνω]], «[[μεστώνω]]»]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάρπωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο [[άγονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει μεστώσει<br />«ακάρπωτα [[κουκιά]]»<br />ΙΙ <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδούλευτος]], [[ακαλλιέργητος]] («[[ἀκάρπωτος]] γῆ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br />«νίκας ἀκάρπωτον [[χάριν]]» (<b>Σοφ.</b> <i>Αί</i>. 176)<br /><b>3.</b> ο [[ανεκπλήρωτος]]<br />«χρησμὸς [[ἀκάρπωτος]]» (<b>Αισχύλ.</b> <i>Ευμ</i>. 714).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καρπῶ</i> «[[φέρω]] καρπούς»<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρπώνω]], «[[μεστώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκάρπωτος:''' -ον ([[καρπόω]]), αυτός που δεν γίνεται [[καρποφόρος]], που δεν παράγει καρπούς, [[άκαρπος]]· λέγεται για χρησμό, [[άκαρπος]], [[ανεκπλήρωτος]], σε Αισχύλ.· νίκαςἀκάρπωτον [[χάριν]], λόγω νίκης που δεν απέδωσε κανέναν καρπό, κανένα όφελος, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not made fruitful, uncultivated, Thphr.CP3.13.3. 2 metaph., χρησμὸς ἀ. unfulfilled oracle, A.Eu.714; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of some victory which yielded her no tribute, S.Aj.176.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάρπωτος: -ον, = ὁ μὴ γινόμενος καρποφόρος, ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον χάριν, ἕνεκα νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne recueille aucun fruit, stérile ; fig. χρησμὸς ἀκάρπωτος ESCHL oracle qui n’est pas accompli ; ψευσθεῖσα χάριν ἀκάρπωτον νίκας SOPH frustrée de la récompense d’une victoire dont elle n’a pas recueilli le fruit.
Étymologie: ἀ, καρπόω.
Spanish (DGE)
-ον
1 inculto γῆ Thphr.CP 3.13.3.
2 infructuoso νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.Ai.176
•de un oráculo no cumplido A.Eu.714.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάρπωτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μεστώσει
«ακάρπωτα κουκιά»
ΙΙ αρχ.
1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.)
2. ανώφελος, μάταιος
«νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176)
3. ο ανεκπλήρωτος
«χρησμὸς ἀκάρπωτος» (Αισχύλ. Ευμ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καρπῶ «φέρω καρπούς»
νεοελλ.
καρπώνω, «μεστώνω»].
Greek Monotonic
ἀκάρπωτος: -ον (καρπόω), αυτός που δεν γίνεται καρποφόρος, που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος· λέγεται για χρησμό, άκαρπος, ανεκπλήρωτος, σε Αισχύλ.· νίκαςἀκάρπωτον χάριν, λόγω νίκης που δεν απέδωσε κανέναν καρπό, κανένα όφελος, σε Σοφ.