ἱερακοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(17)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἱερακοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που τρέφει γεράκια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιερακοτρόφος]]<br />ο [[γερακάρης]], αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μαθητής]] του Ιέρακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κυνο</i>-<i>τρόφος</i>)].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἱερακοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που τρέφει γεράκια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ιερακοτρόφος]]<br />ο [[γερακάρης]], αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μαθητής]] του Ιέρακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κυνο</i>-<i>τρόφος</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱκοτρόφος Medium diacritics: ἱερακοτρόφος Low diacritics: ιερακοτρόφος Capitals: ΙΕΡΑΚΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hierakotróphos Transliteration B: hierakotrophos Transliteration C: ierakotrofos Beta Code: i(erakotro/fos

English (LSJ)

ον,= ἱερακοβοσκός, Cat.Cod.Astr.7.118,al.    II pupil of Hierax, Eun.Hist. p.268 D.

German (Pape)

[Seite 1240] Habichte haltend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱκοτρόφος: -ον, = ἱερακοβοσκός, Εὐνάπ. 95. 18.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει γεράκια
(νεοελλ.-μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος
ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια
αρχ.
ως ουσ. ο μαθητής του Ιέρακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο-τρόφος, κυνο-τρόφος)].