ἐπιμύλιος: Difference between revisions
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδή), <i>τὸ ἐπιμύλιον</i> (ἆσμα)<br />[[τραγούδι]] που τραγουδούσαν [[κατά]] το [[άλεσμα]] τών δημητριακών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]»)]. | |mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδή), <i>τὸ ἐπιμύλιον</i> (ἆσμα)<br />[[τραγούδι]] που τραγουδούσαν [[κατά]] το [[άλεσμα]] τών δημητριακών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]»)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιμύλιος:''' (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A at or in the mill, epith. of Artemis, S.E.M.9.185. 2. of a millstone, κλάσμα LXXJd.9.53 (s.v.l.). II. as Subst., 1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6. 2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.
German (Pape)
[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.
Greek Monolingual
ἐπιμύλιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον
η πάνω μυλόπετρα
3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα)
τραγούδι που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τών δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύλιος (< μύλη «μυλόπετρα»)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμύλιος: (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.