Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθιππάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθιππάζομαι]], ιων. τ. [[κατιππάζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] μια [[χώρα]] [[έφιππος]] («ἡ δὲ [[ἵππος]] προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπατώ]], [[προσβάλλω]] («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>4.</b> [[ιππεύω]], [[καβαλικεύω]]<br /><b>5.</b> (με παθ. διάθ., μτφ. με αισχρή σημ.) καβαλικεύομαι, συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱππάζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]])].
|mltxt=[[καθιππάζομαι]], ιων. τ. [[κατιππάζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] μια [[χώρα]] [[έφιππος]] («ἡ δὲ [[ἵππος]] προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπατώ]], [[προσβάλλω]] («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>4.</b> [[ιππεύω]], [[καβαλικεύω]]<br /><b>5.</b> (με παθ. διάθ., μτφ. με αισχρή σημ.) καβαλικεύομαι, συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱππάζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθιππάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αποθ.<br /><b class="num">1.</b> [[διατρέχω]] [[έφιππος]], [[τσαλαπατώ]] με το [[άλογο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταπατώ]] [[έφιππος]], [[ποδοπατώ]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιππάζομαι Medium diacritics: καθιππάζομαι Low diacritics: καθιππάζομαι Capitals: ΚΑΘΙΠΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: kathippázomai Transliteration B: kathippazomai Transliteration C: kathippazomai Beta Code: kaqippa/zomai

English (LSJ)

Ion. κατ-:    I trans., ride down, overrun with horse, Χώρην Hdt.9.14.    2 metaph., trample under foot, δαίμονας A. Eu.150(lyr.); νόμους ib.779(lyr.), cf. 731: later c. gen., κ. φιλοσοφίας D.L.4.47.    II Pass., pf. καθιππάσθαι Machoap.Ath.13.581d (sens. obsc.).    III intr., ride, Polyaen.1.3.5.

German (Pape)

[Seite 1286] eigtl. niederreiten, durch Reiterei überwältigen, verwüsten, ἡ ἵππος κατιππάσατο χώρην Her. 9, 14. Uebertr., bewältigen, überrennen, mit dem Nebenbegriffe des Uebermuthes u. beleidigenden Hohnes, νέος δὲ γραίας δαίμονας καθιππάσω Aesch. Eum. 145, θεοὶ νεώτεροι παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε 776, Gesetze mit Füßen treten. So auch ἀφορμὰς δεδωκὼς τοῖς βουλομένοις καθιππάσασθαι τῆς φιλοσοφίας D. L. 4, 47, gegen die Philosophie losziehen. Im obscönen Sinne, Macho bei Ath. XIII, 581 e.

Greek (Liddell-Scott)

καθιππάζομαι: μέλλ. -άσομαι: ἀποθ.: 1) μεταβ. διατρέχω τόπον τινὰ ἔφιππος, ἐπὶ ἱππικοῦ στρατεύματος, ἡ δὲ ἵππος προελθοῦσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα Ἡρόδ. 9. 14. 4) καταπατῶ ἔφιππος, καὶ ἁπλῶς καταπατῶ, ὡς τό, λὰξ πατεῖν, προσβάλλω παραβιάζω, νέος γραίας δαίμονας καθιππάσσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 150· ἐπεὶ καθιππάζει με πρεσβῦτιν νέος αὐτόθι 731· παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε αὐτόθι 779· παρὰ μεταγεν. μετὰ γεν., καθ. φιλοσοφίας Διογ. Λ. 4. 47· πρβλ. καθιππεύω. II. ὡσαύτως ὡς παθ., πρκμ. καθιππάσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας (καθιππᾶσθαι διάφ. γραφ.).

Greek Monolingual

καθιππάζομαι, ιων. τ. κατιππάζομαι (Α)
1. διατρέχω μια χώρα έφιππος («ἡ δὲ ἵππος προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», Ηρόδ.)
2. μτφ. καταπατώ, προσβάλλω («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.)
3. μτφ. καταστρέφω
4. ιππεύω, καβαλικεύω
5. (με παθ. διάθ., μτφ. με αισχρή σημ.) καβαλικεύομαι, συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱππάζομαι (< ἵππος)].

Greek Monotonic

καθιππάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.
1. διατρέχω έφιππος, τσαλαπατώ με το άλογο, σε Ηρόδ.
2. καταπατώ έφιππος, ποδοπατώ, σε Αισχύλ.