καδίσκος: Difference between revisions
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[καδίσκος]]) [[κάδος]]<br />[[μικρός]] [[κάδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλπη]] στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ [[καδίσκος]]... ὁ μὲν ἀπολύων [[οὗτος]], ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν.<br />β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καδίσκοι<br />σιπύαι (δοχεία, λάρνακες, αγγεία), εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν<br />καὶ τὰ ἀγγεῑα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον». | |mltxt=ο (Α [[καδίσκος]]) [[κάδος]]<br />[[μικρός]] [[κάδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλπη]] στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ [[καδίσκος]]... ὁ μὲν ἀπολύων [[οὗτος]], ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν.<br />β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καδίσκοι<br />σιπύαι (δοχεία, λάρνακες, αγγεία), εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν<br />καὶ τὰ ἀγγεῑα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰδίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[κάδος]], [[κάλπη]] ή [[ψηφοδόχος]]· υπήρχαν [[δύο]], στις οποίες οι δικαστές έριχναν τις καταδικαστικές ή τις αθωωτικές αντίστοιχα ψήφους τους, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κάδος, Cratin.193, Stratt.22, BCH 35.286 (ii B.C.), Ph.2.89, Gal.11.555. II voting-urn used in lawcourts, ὁ δὲ κ. . . ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί Phryn.Com.32, cf. Ar.V.853, Lys.13.37, Lycurg.149; καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον (in a civil cause), D.43.10, cf. Is.11.21.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, dasselbe, Stimmurne, εἰς ὃ ἐψηφοφόρουν οἱ δικασταί, VLL.; vgl. Schol. Ar. Vesp. 320. 981; oft bei den Rednern, Lys. 13, 37 Is. 11, 21; τοὺς καδίσκους τιθέναι Dem. 59, 90; Sp., τοὺς καδίσκους ἀνατρεπόντων ἢ τὰς ψήφους ἁρπαζόντων D. Hal. 10, 39.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰδίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κάδος, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. κάλπη: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν ἄλλην τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ καδίσκος δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κημός)· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν ὁσάκις ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο ἀνάλογος ἀριθμὸς καδίσκων, π. χ. τέσσαρες, Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. κάδδιχος. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.
Étymologie: dim. de κάδος.
Greek Monolingual
ο (Α καδίσκος) κάδος
μικρός κάδος
αρχ.
1. κάλπη στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ καδίσκος... ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν.
β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «καδίσκοι
σιπύαι (δοχεία, λάρνακες, αγγεία), εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν
καὶ τὰ ἀγγεῑα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
Greek Monotonic
κᾰδίσκος: ὁ, υποκορ. του κάδος, κάλπη ή ψηφοδόχος· υπήρχαν δύο, στις οποίες οι δικαστές έριχναν τις καταδικαστικές ή τις αθωωτικές αντίστοιχα ψήφους τους, σε Αριστοφ.