ἴπτομαι: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴπτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]] («μέγα δ' [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζημιώνω]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον <b>Ησύχ.</b>) <i>ίπτω</i><br />[[βλάπτω]]<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ἴπτομαι]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἴπ</i>- του [[ἶπος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. [[ἴψαο]] και μέλλ. <i>ἴψεται στον</i> Όμηρο]. | |mltxt=[[ἴπτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]] («μέγα δ' [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζημιώνω]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον <b>Ησύχ.</b>) <i>ίπτω</i><br />[[βλάπτω]]<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ἴπτομαι]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἴπ</i>- του [[ἶπος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. [[ἴψαο]] και μέλλ. <i>ἴψεται στον</i> Όμηρο]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἴπτομαι:''' μέλ. <i>ἴψομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ [[ἴψαο]], αποθ., [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. ἴψομαι: aor. 1 ἰψάμην:—
A press hard, oppress, μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Il.1.454, 16.237; τάχα δ' ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν 2.193: generally, hurt, harm, σὺ τόνδε μηρὸν ἴψω; Theoc.Adon.19, cf. Str. 8.6.7:—Act., ἴπτω, = βλάπτω, only in EM481.3; ἶψαι, ἴψας, Hsch. (Perh. related to ἰάπτω (B) or to ἶπος.)
Greek (Liddell-Scott)
ἴπτομαι: μέλλ. ἴψομαι: - ἀποθ., πιέζω ἰσχυρῶς, καταπιέζω, μέγα ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Α. 454, Π. 237· τάχα ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν Β. 193· καθόλου, ἐπιφέρω βλάβην, βλάπτω, Θεόκρ. 30. 19, πρβλ. Στράβ. 370. - ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει τοὺς ἐνερ. τύπους, ἶψαι, ἴψας (Ἡ ῥίζα εἶναι ΙΠ, ἶπος, ἰπόω, κτλ.)
French (Bailly abrégé)
f. ἴψομαι, ao. ἰψάμην;
1 presser, accabler;
2 blesser, endommager.
Étymologie: cf. ἰπόω.
English (Autenrieth)
fut. ἴψεται, aor. 2 sing. ἴψαο: smite, chastise, afflict; said of gods and kings, Il. 1.454, Il. 2.193.
Greek Monolingual
ἴπτομαι (Α)
1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω («μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ζημιώνω
3. (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Ησύχ.) ίπτω
βλάπτω
4. χτυπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἴπτομαι < θ. ἴπ- του ἶπος «βάρος, φορτίο», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. ἴψαο και μέλλ. ἴψεται στον Όμηρο].
Greek Monotonic
ἴπτομαι: μέλ. ἴψομαι, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ ἴψαο, αποθ., πιέζω ισχυρά, καταπιέζω, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.