ἐχέφρων: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἐχέφρων]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μυαλό]], [[φρόνηση]], ο [[μυαλωμένος]], ο [[συνετός]] («σὺ οὖν ὡς [[ἐχέφρων]], ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐχέφρον</i><br />η [[σύνεση]], η [[φρόνηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εχεφρόνως</i> (Α ἐχεφρόνως)<br />με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>)]. | |mltxt=-ον (ΑΜ [[ἐχέφρων]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μυαλό]], [[φρόνηση]], ο [[μυαλωμένος]], ο [[συνετός]] («σὺ οὖν ὡς [[ἐχέφρων]], ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐχέφρον</i><br />η [[σύνεση]], η [[φρόνηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εχεφρόνως</i> (Α ἐχεφρόνως)<br />με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]], <i>φρενός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐχέφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]]), [[λογικός]], [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[μυαλωμένος]], [[προνοητικός]], [[διακριτικός]], [[εχέμυθος]], [[επιφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A sensible, prudent, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐ. Il.9.341, cf. Od.13.332; freq. as epith. of Penelope, 4.111, etc.; later of animals, σκύλακες Nonn.D.16.226: late in Prose, Syn.Alch.p.65 B. Adv. -νως D.S. 15.33.
German (Pape)
[Seite 1124] ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαθός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sensé, sage, prudent.
Étymologie: ἔχω, φρήν.
English (Autenrieth)
thoughtful, prudent. (Od.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ἐχέφρων, -ον)
αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον
η σύνεση, η φρόνηση.
επίρρ...
εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως)
με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -φρων (< φρην, φρενός)].
Greek Monotonic
ἐχέφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), λογικός, συνετός, φρόνιμος, μυαλωμένος, προνοητικός, διακριτικός, εχέμυθος, επιφυλακτικός, προσεκτικός, σε Όμηρ.