κατάπτυστος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάπτυστος]], -ον) [[καταπτύω]]<br />[[άξιος]] εμπτυσμού, [[άξιος]] περιφρόνησης, [[αχρείος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταπτύστως</i> και -<i>α</i><br />με κατάπτυστο τρόπο.
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάπτυστος]], -ον) [[καταπτύω]]<br />[[άξιος]] εμπτυσμού, [[άξιος]] περιφρόνησης, [[αχρείος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταπτύστως</i> και -<i>α</i><br />με κατάπτυστο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάπτυστος:''' -ον ([[καταπτύω]]), αυτός που καταπτύεται, [[βδελυρός]], [[απεχθής]], [[αξιοκαταφρόνητος]], [[ποταπός]], σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπτυστος Medium diacritics: κατάπτυστος Low diacritics: κατάπτυστος Capitals: ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΟΣ
Transliteration A: katáptystos Transliteration B: kataptystos Transliteration C: kataptystos Beta Code: kata/ptustos

English (LSJ)

ον, also η, ον Anacr.152;

   A to be spat upon, abominable, Anacr. l.c., A.Ch.632 (lyr.), Eu.68; ὦ κ. κάρα E.Tr.1024: also in Com. and Prose, Anaxil.22.6, D.18.33, etc.

German (Pape)

[Seite 1373] zum Anspeien, verabscheuungswerth; Aesch. Ch. 623 Eum. 68; Eur. Tr. 1024; Anaxil. bei Ath. XIII, 558 b; in Prosa, Dem. 18, 33 u. öfter; Anacr. bildet das fem. καταπτύστη, Poll. 2, 103, was richtiger καταπτυστήν accentuirt würde. – Adv., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτυστος: -ον, ἄξιος νὰ καταπτυσθῇ, βδελυρός, ἀποτρόπαιος, ὡσαύτως η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, ἄξιος καταφρονήσεως, Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024˙- ὡσαύτως παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conspué, digne de mépris.
Étymologie: καταπτύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάπτυστος, -ον) καταπτύω
άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος.
επίρρ...
καταπτύστως και -α
με κατάπτυστο τρόπο.

Greek Monotonic

κατάπτυστος: -ον (καταπτύω), αυτός που καταπτύεται, βδελυρός, απεχθής, αξιοκαταφρόνητος, ποταπός, σε Αισχύλ., Ευρ., Δημ.