Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατουλάς: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(20)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατουλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκοτεινή («[[ἐπεύχομαι]] δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐλάς]] (<span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (II) «[[πυκνός]]». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[οὖλος]] (III) «[[ολέθριος]]»].
|mltxt=[[κατουλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> σκοτεινή («[[ἐπεύχομαι]] δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐλάς]] (<span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (II) «[[πυκνός]]». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[οὖλος]] (III) «[[ολέθριος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''κατουλάς:''' άδος adj. f одетая тьмой, темный ([[νύξ]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατουλάς Medium diacritics: κατουλάς Low diacritics: κατουλάς Capitals: ΚΑΤΟΥΛΑΣ
Transliteration A: katoulás Transliteration B: katoulas Transliteration C: katoulas Beta Code: katoula/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A shrouding, νύξ S.Fr.433; but taken as = ὀλοή, A.R.4.1695. (From κατειλέω, cf. Hsch. s.v. κατειλάδα.)

German (Pape)

[Seite 1405] άδος, ἡ, νύξ, die finstere Nacht, Soph. frg. 383, oder die verderbliche, wie aus Ap. Rh. 4, 1695 hervorzugehen scheint, νὺξ ἐφόβει, τήν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν; nach Eust. zu Od. 14, 459 von finsterer, sternloser, regniger, stürmischer Nacht, καταιγίδας ἔχουσαν καὶ συστροφὰς ἀνέμων· εἴλλειν γὰρ τὸ συστρέφειν; nach den VLL. κατίλλουσα καὶ κατείργουσα, die mit Finsterniß Alles umschlossen hält, weshalb man κατειλάς ändern wollte. An οὖλος = ὅλος, dichte Finsterniß, ist nicht zu denken.

Greek (Liddell-Scott)

κατουλάς: -άδος, ἡ, ἡ κατακαλύπτουσα (σκοτεινή), (ὡς «κατίλλουσα καὶ κατείργουσα» Φώτ.), νὺξ Σοφ. Ἀποσπ. 383, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1695 (ἐκ τοῦ κατείλλω ἢ -είλω, ὡς τὸ ἐξούλης ἐκ τοῦ ἐξείλλω), Φώτ.

Greek Monolingual

κατουλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. σκοτεινή («ἐπεύχομαι δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», Σοφ.)
2. καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλάς (< οὖλος (II) «πυκνός». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με το οὖλος (III) «ολέθριος»].

Russian (Dvoretsky)

κατουλάς: άδος adj. f одетая тьмой, темный (νύξ Soph.).