κίναιδος: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κίναιδος]])<br />ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο [[παθητικός]] [[ομοφυλόφιλος]], [[πούστης]] || (μσν.-αρχ.) [[αισχρός]] και [[ανήθικος]] [[άνθρωπος]] («[[κίναιδος]], [[ασελγής]], [[μαλακός]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br /><b>2.</b> [[κιναίδιον]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κίναιδοι</i><br />ποιήματα με ανήθικο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]]: «[[παρά]] τὸ κινεῖσθαι τὴν αἰδῶ ἢ παρὰ τὸ κινεῖσθαι τὰ αἰδοῖα» (Ετυμολ. Γουδιανόν), η λ. μπορεί να ερμηνευθεί ως σύνθετη με το ρ. [[κινώ]] και το ουσ. [[αιδώς]], [[ερμηνεία]] που προσκρούει στη διαφορετική [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>- (<i>κĭναιδος</i> —<i>κῑνῶ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κιναιδώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιναιδεύομαι]], [[κιναιδία]], [[κιναιδίας]], [[κιναιδίζω]], <i>καιναίδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κιναιδογράφος]]<br />(αρχ.-μον.) [[κιναιδολόγος]] (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μοιχοκίναιδος]], [[παρακίναιδος]], [[σπαταλοκίναιδος]]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[κίναιδος]])<br />ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο [[παθητικός]] [[ομοφυλόφιλος]], [[πούστης]] || (μσν.-αρχ.) [[αισχρός]] και [[ανήθικος]] [[άνθρωπος]] («[[κίναιδος]], [[ασελγής]], [[μαλακός]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br /><b>2.</b> [[κιναίδιον]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κίναιδοι</i><br />ποιήματα με ανήθικο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]]: «[[παρά]] τὸ κινεῖσθαι τὴν αἰδῶ ἢ παρὰ τὸ κινεῖσθαι τὰ αἰδοῖα» (Ετυμολ. Γουδιανόν), η λ. μπορεί να ερμηνευθεί ως σύνθετη με το ρ. [[κινώ]] και το ουσ. [[αιδώς]], [[ερμηνεία]] που προσκρούει στη διαφορετική [[ποσότητα]] του -<i>ι</i>- (<i>κĭναιδος</i> —<i>κῑνῶ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κιναιδώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιναιδεύομαι]], [[κιναιδία]], [[κιναιδίας]], [[κιναιδίζω]], <i>καιναίδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κιναιδογράφος]]<br />(αρχ.-μον.) [[κιναιδολόγος]] (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μοιχοκίναιδος]], [[παρακίναιδος]], [[σπαταλοκίναιδος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κίναιδος:''' [ῐ], ὁ, Λατ. [[cinaedus]], [[λάγνος]], [[ασελγής]] [[άνθρωπος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A catamite, Pl.Grg.494e, etc.: generally, lewd fellow, Herod.2.74, PSI5.483.1 (iii B.C.), Arcesil. ap. Plu.2.126a. 2 public dancer(?), PTeb.208 (i B.C.), perh. also CIG4926 (Philae). 3 pl., obscene poems, D.L.9.110. II a sea-fish, Plin.HN32.146. III = κιναίδιον, Gal.12.740,800.
German (Pape)
[Seite 1439] ὁ (von κινέω wie κίναδος, ohne daß an eine Zusammensetzung κινεῖν τὴν αἰδῶ, oder gar κενὸς τῆς αἰδοῦς zu denken), ein Mensch, der widernatürliche Unzucht treibt u. mit sich treiben läßt, übh. unzüchtiger, verworfener Mensch; die VLL. erkl. ἀσελγής, μαλακός; Plat. Gorg. 494 u. Sp., wie Luc. as. 35 (fem.); Plut. de san. tuend. p. 381 μηδὲν διαφέρειν ὄπισθέν τινα ἢ ἔμπροσθεν εἶναι κίναιδον. – Ein Seefisch, Opp. Hal. 1, 127, Schneider. – Ein Edelstein, Arr. Ind. 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κίναιδος: ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ καταπύγων· καθόλου αἰσχρός, κακοήθης ἄνθρωπος, Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. μαργαρίτης, Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
infâme débauché, inverti.
Étymologie: DELG mot familier et pop., de κινέω, αἰδοῖα.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κίναιδος)
ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης
Greek Monotonic
κίναιδος: [ῐ], ὁ, Λατ. cinaedus, λάγνος, ασελγής άνθρωπος, σε Πλάτ.