Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατευθύ: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατευθύ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]] [[εμπρός]], [[ίσια]], ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) ὁ [[κατευθύ]]<br />αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[πλευρά]], στο ίδιο [[μέρος]] («ὁ κατευθὺ [[δίδυμος]]», Παύλ. Αιγιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ [[ευθύ]]].
|mltxt=[[κατευθύ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]] [[εμπρός]], [[ίσια]], ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) ὁ [[κατευθύ]]<br />αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[πλευρά]], στο ίδιο [[μέρος]] («ὁ κατευθὺ [[δίδυμος]]», Παύλ. Αιγιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ [[ευθύ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατευθύ:''' επίρρ., κατ' ευθείαν [[εμπρός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευθύ Medium diacritics: κατευθύ Low diacritics: κατευθύ Capitals: ΚΑΤΕΥΘΥ
Transliteration A: kateuthý Transliteration B: kateuthy Transliteration C: katefthy Beta Code: kateuqu/

English (LSJ)

Adv.

   A straight forward, τὸ κ. ὁρᾶν X.Smp.5.5, cf. Luc. Jud.Voc.11; τὴν κ. ἔρχεσθαι Paus.2.11.3: c. gen., κ.τινός Plu.2.3b; on the same side (cf. ἰθύς), ὁ κ. δίδυμος Ruf.(?) ap.Paul.Aeg.3.45. (Better written κατ' εὐθύ.)

German (Pape)

[Seite 1398] geradezu, geradeaus; τὸ κατευθὺ μόνον ὁρᾶν Xen. Conv. 5, 5; ἡ κατ. sc. ὁδός, der gerade Weg, Paus. 2, 11, 3; Sp. auch κατευθύς; vgl. Lob. zu Phryn. 145.

Greek (Liddell-Scott)

κατευθύ: Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, τὸ κατ. ὁρᾶν Ξεν. Συμπ. 5. 5, πρβλ. Λουκ. Δίκην Φων. 11· τὴν κ. ἔρχεσθαι Παυσ. 2. 11, 3· μεταὰ γεν., κ. τινος Πλούτ. 2. 3Β.- Ὡσαύτως κατευθύς, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 145.

French (Bailly abrégé)

adv.
droit, directement, en droite ligne.
Étymologie: = κατ’ εὐθύ.

Greek Monolingual

κατευθύ (Α)
επίρρ.
1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.)
2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ
αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ].

Greek Monotonic

κατευθύ: επίρρ., κατ' ευθείαν εμπρός, σε Ξεν.