κοίλωμα: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κοίλωμα]], Μ και κοίλωμαν) [[κοιλώ]]<br /><b>1.</b> [[βαθούλωμα]], [[κούφωμα]] («[[κοίλωμα]] βράχου»)<br /><b>2.</b> [[χαμηλός]] [[τόπος]], [[κοιλάδα]], [[λάκκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(εμβρυολ. -ζωολ.) [[κοιλότητα]] [[μεταξύ]] του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται [[μεταξύ]] στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δεξαμενής στην οποία χυνόταν το [[νερό]] που πλεόναζε από ποταμό<br /><b>2.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου<br /><b>3.</b> η [[ανόρυξη]], η [[ανασκαφή]]<br /><b>4.</b> (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) [[έλκος]], [[τραύμα]], [[πληγή]]<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> η [[απόκλιση]] αστέρα, το [[ταπείνωμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το τρωτό [[σημείο]]. | |mltxt=το (AM [[κοίλωμα]], Μ και κοίλωμαν) [[κοιλώ]]<br /><b>1.</b> [[βαθούλωμα]], [[κούφωμα]] («[[κοίλωμα]] βράχου»)<br /><b>2.</b> [[χαμηλός]] [[τόπος]], [[κοιλάδα]], [[λάκκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(εμβρυολ. -ζωολ.) [[κοιλότητα]] [[μεταξύ]] του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται [[μεταξύ]] στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δεξαμενής στην οποία χυνόταν το [[νερό]] που πλεόναζε από ποταμό<br /><b>2.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου<br /><b>3.</b> η [[ανόρυξη]], η [[ανασκαφή]]<br /><b>4.</b> (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) [[έλκος]], [[τραύμα]], [[πληγή]]<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> η [[απόκλιση]] αστέρα, το [[ταπείνωμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το τρωτό [[σημείο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοίλωμα:''' -ατος, τό, [[κοίλωμα]], [[κοιλότητα]], [[κουφάλα]], [[κούφωμα]], σε Βάβρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A hollow, cavity, Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κ. τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U. 2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κ. ἔμβροχον BGU571.12 (ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.). II ulcer on the cornea, Gal.14.773, Aët.7.29. III Astrol., = ταπείνωμα, Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.). IV metaph., τὰ κ. τῆς εὐτυχίας weak points in... Phld.Vit.p.12 J.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, das Ausgehöhlte, die Vertiefung; des Meeres, Pol. 4, 39, 2; des Flußbettes, 4, 70, 7; a. Sp., wie Luc. Amor. 34.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8, π. Κόσμ. 4, 29, Βάβρ. 86. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 creux, cavité ; particul. lit de la mer, d’un fleuve;
2 tache sur la cornée.
Étymologie: κοιλόω.
Greek Monolingual
το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) κοιλώ
1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου»)
2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα
νεοελλ.
(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων
αρχ.
1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό
2. κοίτη χειμάρρου
3. η ανόρυξη, η ανασκαφή
4. (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή
5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα
6. μτφ. το τρωτό σημείο.
Greek Monotonic
κοίλωμα: -ατος, τό, κοίλωμα, κοιλότητα, κουφάλα, κούφωμα, σε Βάβρ. κ.λπ.