Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορθύνω]] και [[κορθύω]] (Α) [[κόρθυς]]<br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]], [[ανεγείρω]], [[σηκώνω]] [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> [[αυξάνω]] («[[Ζεὺς]] δ', [[ἐπεὶ]] οὖν κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]]» — ο Δίας, [[αφού]] αύξησε την [[οργή]] του, <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[κορθύνω]] και [[κορθύω]] (Α) [[κόρθυς]]<br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]], [[ανεγείρω]], [[σηκώνω]] [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> [[αυξάνω]] («[[Ζεὺς]] δ', [[ἐπεὶ]] οὖν κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]]» — ο Δίας, [[αφού]] αύξησε την [[οργή]] του, <b>Ησίοδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορθύνω:''' και [[κορθύω]][ῡ], ([[κόρθυς]]), [[ανυψώνω]], [[σηκώνω]], [[αυξάνω]], [[Ζεὺς]] κόρθυνεν ἑὸν [[μένος]], αύξησε την [[οργή]] του, σε Ησίοδ. — Παθ., <i>κῦμακορθύεται</i>, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορθύνω Medium diacritics: κορθύνω Low diacritics: κορθύνω Capitals: ΚΟΡΘΥΝΩ
Transliteration A: korthýnō Transliteration B: korthynō Transliteration C: korthyno Beta Code: korqu/nw

English (LSJ)

or κορθύω, (κόρθυς)

   A lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.Th.853; εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn.Is. 150:—Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.9.7; ὕπερθε δὲ . . ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ A.R.2.322.

Greek (Liddell-Scott)

κορθύνω: ἴδε ἐν λ. κορθύῳ.

French (Bailly abrégé)

amonceler, amasser.
Étymologie: κόρθυς.

Greek Monolingual

κορθύνω και κορθύω (Α) κόρθυς
1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά
2. αυξάνωΖεὺς δ', ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» — ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.).

Greek Monotonic

κορθύνω: και κορθύω[ῡ], (κόρθυς), ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος, αύξησε την οργή του, σε Ησίοδ. — Παθ., κῦμακορθύεται, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.