λοχαῖος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=λοχαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει άφθονα [[άνθη]], που θάλλει<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λοχαῑος [[ἔρως]]» — [[κρυφός]] [[έρωτας]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «λοχαῑος σῑτος ὁ [[βαθύς]]<br />ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «[[γέννημα]], [[τόκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ληθ</i>-<i>αίος</i>, <i>λυγ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=λοχαῑος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει άφθονα [[άνθη]], που θάλλει<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λοχαῑος [[ἔρως]]» — [[κρυφός]] [[έρωτας]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «λοχαῑος σῑτος ὁ [[βαθύς]]<br />ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «[[γέννημα]], [[τόκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ληθ</i>-<i>αίος</i>, <i>λυγ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοχαῖος:''' -α, -ον, = [[λόχιος]], [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχαῖος Medium diacritics: λοχαῖος Low diacritics: λοχαίος Capitals: ΛΟΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lochaîos Transliteration B: lochaios Transliteration C: lochaios Beta Code: loxai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = λόχιος, λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in E.Alc.846, cf. Artem.5.73 (as v.l. for [[λοχεῖος|λοχείους]] [[δίφρος|δίφρους]]]) ; λ. ἔρως clandestine love, AP15.9 (Cyrus).    II bearing down, like heavy ears of corn, λ. σῖτος Phot., cf. Hsch.; and so prob. in Thphr.CP3.21.5, 23.5: hence metaph., richly-blooming, Arat.1057.

Greek (Liddell-Scott)

λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, Αρτεμίδ. 5. 73 (μετὰ διαφ. γραφῆς λοχεῖος), λ. ἔρως, κρύφιος λαθραῖος, Ἀνθ. Π. 15. 9. ΙΙ. κλίνων πρὸς τὰ κάτω, ὡς οἱ πλήρεις στάχυες σίτου, «κλινόμενος βαθὺς σῖτος» Ἡσύχ.· καὶ οὕτω. πιθ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5, κτλ. - ἐντεῦθεν μεταφ., εὐανθής, εὐθαλής, Ἀράτου Διοσημ. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
I. propre aux accouchements;
II. qui se couche :
1 qui se cache comme en embuscade, clandestin, furtif;
2 ramassé (comme une troupe en embuscade), tassé, dru, serré, touffu.
Étymologie: λόχος.

Greek Monolingual

λοχαῑος, -αία, -ον (Α)
1. κρυφός, μυστικός
2. (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω
3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει
4. φρ. «λοχαῑος ἔρως» — κρυφός έρωτας
5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῑος σῑτος ὁ βαθύς
ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννημα, τόκος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. ληθ-αίος, λυγ-αίος)].

Greek Monotonic

λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ανθ.