μονόλιθος: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόλιθος]], -ον, Α ιων. τ. [[μουνόλιθος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονόλιθος]]<br />[[μεγάλος]] [[λίθος]] που αποτελείται από ένα μόνο [[κομμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>λιθος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόλιθος]], -ον, Α ιων. τ. [[μουνόλιθος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μονόλιθος]]<br />[[μεγάλος]] [[λίθος]] που αποτελείται από ένα μόνο [[κομμάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>λιθος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονόλῐθος:''' Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από [[μία]] μόνο [[πέτρα]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. μουνό-, ον,
A made out of one stone, στέγη Hdt.2.175; ὀβελίσκοι D.S.1.46; κίονες Str.9.5.16.
German (Pape)
[Seite 203] aus einem Steine, ion. μουνόλιθος, οἴκημα, στέγη, Her. 2, 175; nur aus Stein gemacht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονόλῐθος: Ἰων. μουν-, ον, πεποιημένος ἐξ ἑνὸς μόνου λίθου, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. 155.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait d’une seule pierre.
Étymologie: μόνος, λίθος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόλιθος, -ον, Α ιων. τ. μουνόλιθος, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί ή αποτελείται από έναν μόνο λίθο
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο μονόλιθος
μεγάλος λίθος που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λίθος (πρβλ. λευκό-λιθος)].
Greek Monotonic
μονόλῐθος: Ιων. μουνο-, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από μία μόνο πέτρα, σε Ηρόδ.