ἀλιπαρής: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλιπαρής]], -ές (Α)<br />[[ακατάλληλος]], [[ανάρμοστος]] σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ [[τρίχα]]», <b>Σοφ.</b> Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη [[κόμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιπαρός]] «[[στιλπνός]], [[λείος]], [[λαμπρός]], [[κομψός]]»]. | |mltxt=[[ἀλιπαρής]], -ές (Α)<br />[[ακατάλληλος]], [[ανάρμοστος]] σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ [[τρίχα]]», <b>Σοφ.</b> Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη [[κόμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιπαρός]] «[[στιλπνός]], [[λείος]], [[λαμπρός]], [[κομψός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλῑπᾰρής:''' -ές, [[ακατάλληλος]], [[ανάρμοστος]] για ικέτη, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A not fit for a suppliant, ἀ. θρίξ dub. l. in S.El.451; expl. by Sch. as αὐχμηρά, from ἀ- priv., λιπαρός.
German (Pape)
[Seite 97] θρίξ Soph. El. 443, zw., nicht glänzend (Hesych. αὐχμηρά), nicht so wie es sich für den Betenden paßt, geschmückt. Br. u. Erf. haben die sich schon in den Schol. findende Lesart λυπαρής aufgenommen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῑπᾰρής: -ές, ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος εἰς ἱκετεύοντα· ἀλ. θρίξ (ἴσ. καὶ λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. λιπαρός), οὐχὶ λιπαρὰ καὶ κεκαλλωπισμένη κόμη, Σοφ. Ἠλ. 451. Ἴδε σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non oint, non brillant de parfums ; sans parure.
Étymologie: ἀ, λιπαρός.
Spanish (DGE)
-ές
magro στυγνὸν καὶ ἀλιπαρὲς ἐφόδιον ἔχουσα Cyr.Al.M.69.136C, ἀλιπαρῆ· αὐχμηρά Hsch.
Greek Monolingual
ἀλιπαρής, -ές (Α)
ακατάλληλος, ανάρμοστος σε ικέτη (άλλοι το «τὴν δ’ ἀλιπαρῆ τρίχα», Σοφ. Ηλ. 451, ερμηνεύουν απεριποίητη, ακαλλώπιστη κόμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιπαρός «στιλπνός, λείος, λαμπρός, κομψός»].
Greek Monotonic
ἀλῑπᾰρής: -ές, ακατάλληλος, ανάρμοστος για ικέτη, σε Σοφ.