ἁλιαής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιαής]], -ὲς (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει [[προς]] τη [[θάλασσα]] ή [[πάνω]] από τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>αὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> πιθ. <i>ἄος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]] «[[πνέω]] [[δυνατά]], [[φυσώ]]»].
|mltxt=[[ἁλιαής]], -ὲς (Α)<br />[[άνεμος]] που πνέει [[προς]] τη [[θάλασσα]] ή [[πάνω]] από τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>αὴς</i> (<span style="color: red;"><</span> πιθ. <i>ἄος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ἄημι]] «[[πνέω]] [[δυνατά]], [[φυσώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει προς την [[θάλασσα]], προς το [[πέλαγος]] ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιᾱής Medium diacritics: ἁλιαής Low diacritics: αλιαής Capitals: ΑΛΙΑΗΣ
Transliteration A: haliaḗs Transliteration B: haliaēs Transliteration C: aliais Beta Code: a(liah/s

English (LSJ)

ές, (ἄημι)

   A blowing seaward, Od. 4.361.

German (Pape)

[Seite 95] auf dem Meere wehend, Hom. einmal, Od. 4, 361 οὖροι ἁλιαέες.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ πνέων πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ διὰ θαλάσσης, μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 361· πρβλ. Nitzsch. ἐν τόπῳ, «ἁλιαέες», ἄνεμοι οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες», Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle sur la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἄημι.

Spanish (DGE)

(ἁλῐᾱής) -ές

• Prosodia: [ᾰ-]
que sopla hacia o por el mar οὖροι Od.4.361, cf. Apollon.Lex.255.

Greek Monolingual

ἁλιαής, -ὲς (Α)
άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»].

Greek Monotonic

ἁλιᾱής: -ές (ἄημι), αυτός που πνέει προς την θάλασσα, προς το πέλαγος ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.