ἀνέκπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέκπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], [[ατάραχος]], [[ψύχραιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προξενεί [[έκπληξη]], δεν εντυπωσιάζει.
|mltxt=[[ἀνέκπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], [[ατάραχος]], [[ψύχραιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προξενεί [[έκπληξη]], δεν εντυπωσιάζει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέκπληκτος:''' -ον ([[ἐκπλήσσω]]), [[άφοβος]], [[άτρομος]], [[ατάραχος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ἀνέκπληκτον</i>, [[αφοβία]], [[παλικαριά]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέκπληκτος Medium diacritics: ἀνέκπληκτος Low diacritics: ανέκπληκτος Capitals: ΑΝΕΚΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: anékplēktos Transliteration B: anekplēktos Transliteration C: anekpliktos Beta Code: a)ne/kplhktos

English (LSJ)

ον,

   A undaunted, intrepid, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117; ὑπὸ κακῶν Pl.R.619a:—τὸ -ότατον X. Ages.6.7. Adv. ἀνέκ-τως Plu.2.260c, Hierocl.in CA10p.434M.    II Act., making no impression, λέξις Plu.2.7a.

German (Pape)

[Seite 221] 1) unerschrocken, Plat. Theaet. 165 b ἀνήρ; ὑπὸ τοῦ πλούτου καὶ τοιούτων κακῶν, nicht gerührt davon, Rep. X, 619 a; τὸ ἀνεκπληκτότατον, die höchste Unerschrockenheit, Xen. Ages. 6, 7. – 2) akt., keinen Eindruck machend, λέξις Plut. ed. lib. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἄφοβος, ἄτρομος, ἀτάραχος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· ὑπὸ κακῶν ὁ αὐτ. Πολ. 619Α· πρός τι Συνέσ. 64Β: - τὸ ἀνέκπληκτον = ἀνεκπληξία, Ξεν. Ἀγησ. 6. 7. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 260C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἔκπληξιν, Πλούτ. 2. 7Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non effrayé ; πρός τι PLUT qui ne se laisse pas effrayer ou étonner par qch ; τὸ ἀνέκπληκτον XÉN sang-froid inaltérable;
2 qui ne fait aucune impression.
Étymologie: ἀ, ἐκπλήσσω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intrépido de personas, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117, Arist.EN 1115b11, D.C.68.23.2
subst. τὸ ἀ. la intrepidez X.Ages.6.7, Aristaenet.2.17.14, M.Ant.1.15
que no se arredra ὑπὸ ... τῶν κακῶν Pl.R.619a.
2 que no causa impresión λέξις Plu.2.7a.
II adv. -ως intrépidamente εἶπεν Plu.2.260c, ὑπομένειν Hierocl.in CA 10.5.

Greek Monolingual

ἀνέκπληκτος, -ον (Α)
1. άφοβος, ατρόμητος, ατάραχος, ψύχραιμος
2. αυτός που δεν προξενεί έκπληξη, δεν εντυπωσιάζει.

Greek Monotonic

ἀνέκπληκτος: -ον (ἐκπλήσσω), άφοβος, άτρομος, ατάραχος, σε Πλάτ.· τὸ ἀνέκπληκτον, αφοβία, παλικαριά, σε Ξεν.