ἀνεμόεις: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (δωρ. τ. [[αντί]] [[ἠνεμόεις]]) (Α)<br /><b>1.</b> προσβαλλόμενος από τον άνεμο, [[ανεμοδαρμένος]]<br /><b>2.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο<br /><b>3.</b> [[ψηλός]], [[υψιπετής]] («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]»).
|mltxt=[[ἀνεμόεις]], -εσσα, -εν (δωρ. τ. [[αντί]] [[ἠνεμόεις]]) (Α)<br /><b>1.</b> προσβαλλόμενος από τον άνεμο, [[ανεμοδαρμένος]]<br /><b>2.</b> γρήγορος σαν τον άνεμο<br /><b>3.</b> [[ψηλός]], [[υψιπετής]] («ἀνεμόεν [[φρόνημα]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμόεις:''' Δωρ. αντί [[ἠνεμόεις]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμόεις Medium diacritics: ἀνεμόεις Low diacritics: ανεμόεις Capitals: ΑΝΕΜΟΕΙΣ
Transliteration A: anemóeis Transliteration B: anemoeis Transliteration C: anemoeis Beta Code: a)nemo/eis

English (LSJ)

[ᾱ],

   A v. ἠνεμόεις.

German (Pape)

[Seite 222] εσσα, εν, vgl. ἠνεμόεις, lustig, Aesch. Ch. 584; αὔρα Soph. Trach. 949 [hier u. bei Pind. Ol. 1, 92, ἱστίον, u. 4, 8, ἶπος ἀνεμόεσσα Τυφῶνος, ist α lang, als dor. Form für ἠνεμόεις; übertr., φρόνημα, der windschnelle Gedanke, Soph. Ant. 352, ch., nach Anderen minder gut = erhabene Weisheit; ὄχθος, den Winden ausgesetzt, Eur. Heracl. 779.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόεις: Δωρ. ἀντὶ ἠνεμόεις.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 battu des vents;
2 qui souffle avec force;
3 léger ou rapide comme le vent ; fig. ἀνεμόεν νόημα SOPH pensées agiles, sel. d’autres pensées sublimes.
Étymologie: ἄνεμος.

English (Slater)

ᾱνεμόεις
   1 windy Αἴτναν ἶπον ἀνεμόεσσαν Τυφῶνος ὀβρίμου (O. 4.7) ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (pr., i. e. to the wind ) (P. 1.92)

Spanish (DGE)

v. ἠνεμόεις.

Greek Monolingual

ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α)
1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα»).

Greek Monotonic

ἀνεμόεις: Δωρ. αντί ἠνεμόεις.