ἀνθρωποκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνθρωποκτόνος]], -ον (Α)<br />«[[ἀνθρωποκτόνος]] [[βορά]]» <b>(Ευριπ.)</b><br />το να σκοτώνει [[κανείς]] ανθρώπους και να τους τρώει.———————— <b>(II)</b><br />-α, -ο (AM [[ἀνθρωποκτόνος]], -ον)<br />αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, [[δολοφόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο ανθρώπων.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνθρωποκτόνος]], -ον (Α)<br />«[[ἀνθρωποκτόνος]] [[βορά]]» <b>(Ευριπ.)</b><br />το να σκοτώνει [[κανείς]] ανθρώπους και να τους τρώει.———————— <b>(II)</b><br />-α, -ο (AM [[ἀνθρωποκτόνος]], -ον)<br />αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, [[δολοφόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο ανθρώπων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρωποκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει ανθρώπους, [[δολοφόνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., εφοδιασμένος με σφαγιασμένους ανθρώπους, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποκτόνος Medium diacritics: ἀνθρωποκτόνος Low diacritics: ανθρωποκτόνος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: anthrōpoktónos Transliteration B: anthrōpoktonos Transliteration C: anthropoktonos Beta Code: a)nqrwpokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A murdering men, homicide, E.IT389, 1 Ep.Jo.3.15, Ev.Jo.8.44.    II proparox., ἀνθρωπόκτονος βορά feeding on slaughtered men, E.Cyc.127.

German (Pape)

[Seite 234] Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνθρωπόκτονος, von Menschen gemordet; βορά, Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποκτόνος: -ον, (κτείνω), ὁ ἀποκτείνων ἀνθρώπους, φονεύς, Εὐρ. Ι. Τ. 389. ΙΙ. ἀνθρωπόκτονος, προπαροξυτόνως ἔχει παθ. σημασ., βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; ἀγαπῶσι νὰ τρώγωσι φονευμένους ἀνθρώπους; ὁ αὐτ. Κύκλ. 127.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(personne) homicide.
Étymologie: ἄνθρωπος, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον
1 asesino, homicida de pers. οἱ δ' ἐνθάδε por op. dioses, E.IT 389, cf. Fr.11bSn., de Caín, Origenes Mart.50, del demonio Eu.Io.8.44, 1Ep.Io.3.15, Meth.Symp.8.13, de Atenea, Tat.Orat.8, χρησμός Plu.Fluu.23.3, de la herejía, Ath.Al.Syn.54.3.
2 procedente de hombres asesinados, antropofágico βορά E.Cyc.127.

English (Strong)

from ἄνθρωπος and kteino (to kill); a manslayer: murderer. Compare φονεύς.

English (Thayer)

ἀνθρωποκτόνον (κτείνω to kill), a manslayer, murderer: Euripides, Iph. T. (382) 389.) (Cf. Trench, § 83, and φονεύς.)

Greek Monolingual

(I)
ἀνθρωποκτόνος, -ον (Α)
«ἀνθρωποκτόνος βορά» (Ευριπ.)
το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους και να τους τρώει.———————— (II)
-α, -ο (AM ἀνθρωποκτόνος, -ον)
αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος
νεοελλ.
(για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο ανθρώπων.

Greek Monotonic

ἀνθρωποκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος, σε Ευρ.
II. προπαροξ., εφοδιασμένος με σφαγιασμένους ανθρώπους, στον ίδ.