ανόπαια: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνόπαια]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[προς]] τα [[επάνω]], [[προς]] τον ουρανό, [[ψηλά]] στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά [[άπαξ]] στον Όμηρο. Προβληματικός [[τύπος]], που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει <i>ανοπαία</i> και αποδίδει στη λ. τη [[σημασία]] «αόρατα» ([[επίρρημα]] συνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όπτομαι</i>, [[οπτός]]), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από [[παρετυμολογία]]. Ασαφής φαίνεται [[επίσης]] η [[ερμηνεία]] του Ευσταθίου «στον αέρα» και η [[σύνδεση]] με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο [[ανόπαια]] ή <i>πανόπαια</i> «[[είδος]] αετού» (<b>[[πρβλ]].</b> εβραϊκό <i>ăn</i><i>ā</i><i>ph</i><i>ā</i> «[[ερωδιός]]». Επικρατέστερη θεωρείται η [[άποψη]] του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής [[ανόπαια]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνὰ τῇ ὀπῇ</i>) «[[ψηλά]] [[μέσα]] απ' την [[καμινάδα]]», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς <i>ανόπαιος</i> (Εμπεδοκλής), [[ερμηνεία]] που συμφωνεί με [[εκείνη]] άγνωστου αρχαίου γραμματικού [[κατά]] την οποία [[ανόπαια]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>'<i>οπαία</i> (<i>ανά οπήν</i>). Τέλος, εξαιτίας του τελικού <i>ᾰ</i> (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως [[επίρρημα]] και όχι ως [[επίθετο]] θηλ. γένους].
|mltxt=[[ἀνόπαια]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[προς]] τα [[επάνω]], [[προς]] τον ουρανό, [[ψηλά]] στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά [[άπαξ]] στον Όμηρο. Προβληματικός [[τύπος]], που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει <i>ανοπαία</i> και αποδίδει στη λ. τη [[σημασία]] «αόρατα» ([[επίρρημα]] συνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όπτομαι</i>, [[οπτός]]), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από [[παρετυμολογία]]. Ασαφής φαίνεται [[επίσης]] η [[ερμηνεία]] του Ευσταθίου «στον αέρα» και η [[σύνδεση]] με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο [[ανόπαια]] ή <i>πανόπαια</i> «[[είδος]] αετού» (πρβλ. εβραϊκό <i>ăn</i><i>ā</i><i>ph</i><i>ā</i> «[[ερωδιός]]». Επικρατέστερη θεωρείται η [[άποψη]] του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής [[ανόπαια]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνὰ τῇ ὀπῇ</i>) «[[ψηλά]] [[μέσα]] απ' την [[καμινάδα]]», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς <i>ανόπαιος</i> (Εμπεδοκλής), [[ερμηνεία]] που συμφωνεί με [[εκείνη]] άγνωστου αρχαίου γραμματικού [[κατά]] την οποία [[ανόπαια]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>'<i>οπαία</i> (<i>ανά οπήν</i>). Τέλος, εξαιτίας του τελικού <i>ᾰ</i> (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως [[επίρρημα]] και όχι ως [[επίθετο]] θηλ. γένους].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀνόπαια επίρρ. (Α)
προς τα επάνω, προς τον ουρανό, ψηλά στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ στον Όμηρο. Προβληματικός τύπος, που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει ανοπαία και αποδίδει στη λ. τη σημασία «αόρατα» (επίρρημα συνθ. < ανα + όπτομαι, οπτός), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από παρετυμολογία. Ασαφής φαίνεται επίσης η ερμηνεία του Ευσταθίου «στον αέρα» και η σύνδεση με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο ανόπαια ή πανόπαια «είδος αετού» (πρβλ. εβραϊκό ănāphā «ερωδιός». Επικρατέστερη θεωρείται η άποψη του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής ανόπαια (< ἀνὰ τῇ ὀπῇ) «ψηλά μέσα απ' την καμινάδα», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς ανόπαιος (Εμπεδοκλής), ερμηνεία που συμφωνεί με εκείνη άγνωστου αρχαίου γραμματικού κατά την οποία ανόπαια < αν'οπαία (ανά οπήν). Τέλος, εξαιτίας του τελικού (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως επίρρημα και όχι ως επίθετο θηλ. γένους].