ἄνοπλος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άοπλος]], ο [[δίχως]] όπλα, οπλισμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>. <i>το άοπλον</i> (σε [[αντίθεση]] με το <i>οπλιτικόν</i>)<br />οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι<br /><b>3.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά [[μεγάλη]] [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[πλοίο]]) το [[χωρίς]] ξάρτια.
|mltxt=[[ἄνοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άοπλος]], ο [[δίχως]] όπλα, οπλισμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>. <i>το άοπλον</i> (σε [[αντίθεση]] με το <i>οπλιτικόν</i>)<br />οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι<br /><b>3.</b> (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά [[μεγάλη]] [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[πλοίο]]) το [[χωρίς]] ξάρτια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοπλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[χωρίς]] το [[ὅπλον]] ή τη [[μεγάλη]] [[ασπίδα]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοπλος Medium diacritics: ἄνοπλος Low diacritics: άνοπλος Capitals: ΑΝΟΠΛΟΣ
Transliteration A: ánoplos Transliteration B: anoplos Transliteration C: anoplos Beta Code: a)/noplos

English (LSJ)

ον,

   A without the ὅπλον or large shield, of the Persians, who bore only γέρρα, Hdt.9.62: generally, unarmed, PlEuthd.299b, Onos.42.17; τὸ ἄ., opp. τὸ ὁπλιτικόν, of citizens not entrusted with arms, Arist.Pol.1289b32:—of ships, unarmed, Plb.2.12.3. (On the form v. ἄοπλος.)

German (Pape)

[Seite 241] s. ἄοπλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοπλος: -ον, ὁ ἄνευ τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς μεγάλης ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· καθόλου, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, χωρίς «ἐξάρτια» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε ἄοπλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bouclier.
Étymologie: ἀ, ὅπλον.

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de armas de pers., Hdt.9.62, Pl.Euthd.299b, Io Trag.53e, Ezech.210, X.Hier.6.4 (var.), Onas.42.17, AP 9.320 (Leon.)
subst. τὸ ἄνοπλον el conjunto de los ciudadanos civiles op. τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol.1289b32
de embarcaciones, Plb.2.12.3.

Greek Monolingual

ἄνοπλος, -ον (Α)
1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό
2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν)
οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι
3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα
4. (για πλοίο) το χωρίς ξάρτια.

Greek Monotonic

ἄνοπλος: -ον, αυτός που βρίσκεται χωρίς το ὅπλον ή τη μεγάλη ασπίδα, σε Ηρόδ., Πλάτ.