ἀντιπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀντιπρόσωπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου<br /><b>2.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[διπλωματικός]]» — το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική [[εκπροσώπηση]] του κράτους του στο εξωτερικό<br /><b>3.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[εμπορικός]]» — αυτός που αγοράζει ή πωλεί προϊόντα εμπορικά ή βιομηχανικά οίκων ημεδαπών ή αλλοδαπών, [[μετά]] από [[εντολή]] και για λογαριασμό τρίτων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει κάποιον [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[αντίπαλος]], ο [[αντιμέτωπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται ή γίνεται [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br /><b>4.</b> το υποκατάστατο.
|mltxt=ο (AM [[ἀντιπρόσωπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου<br /><b>2.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[διπλωματικός]]» — το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική [[εκπροσώπηση]] του κράτους του στο εξωτερικό<br /><b>3.</b> «[[αντιπρόσωπος]] [[εμπορικός]]» — αυτός που αγοράζει ή πωλεί προϊόντα εμπορικά ή βιομηχανικά οίκων ημεδαπών ή αλλοδαπών, [[μετά]] από [[εντολή]] και για λογαριασμό τρίτων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αντικρίζει κάποιον [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]]<br /><b>2.</b> ο [[αντίπαλος]], ο [[αντιμέτωπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται ή γίνεται [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου<br /><b>4.</b> το υποκατάστατο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπρόσωπος:''' -ον (πρόσωπα), αυτός κοιτά [[καταπρόσωπα]] κάποιον, που έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· αυτός που βρίσκεται [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπρόσωπος Medium diacritics: ἀντιπρόσωπος Low diacritics: αντιπρόσωπος Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: antiprósōpos Transliteration B: antiprosōpos Transliteration C: antiprosopos Beta Code: a)ntipro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A with the face towards, facing, τοῖς πολεμίοις X. Cyr.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11; face to face, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι X.HG6.5.26; φιλήματα AP12.251 (Strat.); of images, reflected, Thphr.Sens.52,53; of winds, blowing in a contrary direction, Placit. 4.1.1. Adv. -πως Arist.Mir.835b11, Steph. inHp.1.95 D., al.    II Subst. ἀντιπρόσωπον, τό, prow, Artem.2.23, 4.24.

German (Pape)

[Seite 259] (πρόσωπον), mit entgegengekehrtem Angesicht, gerad entgegensehend, Xen. Hell. 6, 5, 28; Plut. plac. phil. 4, 1; φιλήματα Strat. 90 (XII, 251); vgl. Sosipat. 1 (V, 54); – ἀντιπροσώπως μάχεσθαι Schol. Eur. Phoen. 1419.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπρόσωπος: -ον, ἔχων τὸ πρόσωπον ἐστραμμένον πρός τινα, τοὶς πολεμίοις Ξεν. Κύρ. 7.1, 25: - πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀντιπρόσωποι μαχόμενοι ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 5, 26. - Ἐπίρρ. -πως Ἀριστ. π. Θαυμ. 72: - Τὸ ῥῆμα -ωπέω, δύναμαι ἀντιβλέπειν, τινὶ Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposé face à face, visage contre visage.
Étymologie: ἀντί, πρόσωπον.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que está cara a cara, frente a frente de pers. ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι X.HG 6.5.26, φιλήματα besos en la boca, AP 12.251 (Strat.), de cosas ἀντιπρόσωποι στοαί LXX Ez.42.3, cf. Ach.Tat.3.7.6, Lib.Or.11.254
que está enfrente, frente a c. dat., de pers. τοῖς πολεμίοις X.Cyr.7.1.25, cf. Aen.Tact.22.11, D.C.40.23.1, Eus.HE 8.10.5
de anim. de frente, encarado ὁ σῦς ... ἀντιπρόσωπος ἐχώρει δρόμῳ Ach.Tat.2.34.3, cf. Ael.NA 4.33, de cosas (αἱ ἀγκύλαι) ἀντιπρόσωποι ἀλλήλαις LXX Ex.26.5, cf. Thphr.Sens.52, LXX Ez.42.8
del viento contrario, de cara τοὺς ... ἀνέμους ... πνέοντας τῇ Αἰγύπτῳ ἀντιπροσώπους Plu.2.897f, cf. Sch.Arat.916M.
II subst. τὸ ἀ.
1 milit. dispoción de ataque en dos frentes por delante y por detrás, LXX 2Re.10.9.
2 náut. proa Διογένης ὁ ναύκληρος τῆς ἀκάτου τὸ ἀ. ἔδοξεν ἀπολωλεκέναι Artem.4.24, cf. 2.23.
III adv. -ως frente a frente ἵστασθαι Arist.Mir.835b11, δεῖ ἀντιπροσώπως ἀνακεκλῖσθαι Steph.in Hp.1.95.

Greek Monolingual

ο (AM ἀντιπρόσωπος)
νεοελλ.
1. αυτός που παρίσταται ή ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό άλλου
2. «αντιπρόσωπος διπλωματικός» — το όργανο το εντεταλμένο με τη διπλωματική εκπροσώπηση του κράτους του στο εξωτερικό
3. «αντιπρόσωπος εμπορικός» — αυτός που αγοράζει ή πωλεί προϊόντα εμπορικά ή βιομηχανικά οίκων ημεδαπών ή αλλοδαπών, μετά από εντολή και για λογαριασμό τρίτων
αρχ.-μσν.
1. αυτός που αντικρίζει κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο
2. ο αντίπαλος, ο αντιμέτωπος
3. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μπροστά στα μάτια κάποιου
4. το υποκατάστατο.

Greek Monotonic

ἀντιπρόσωπος: -ον (πρόσωπα), αυτός κοιτά καταπρόσωπα κάποιον, που έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς κάποιον, τινι, σε Ξεν.· αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, στον ίδ.