ἀντιπρεσβεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιπρεσβεύομαι]] (Α)<br />[[στέλνω]] σε [[ανταπάντηση]] πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις [[προηγουμένως]]. | |mltxt=[[ἀντιπρεσβεύομαι]] (Α)<br />[[στέλνω]] σε [[ανταπάντηση]] πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις [[προηγουμένως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιπρεσβεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, Μέσ., [[αποστέλλω]] πρέσβεις με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A send counter-ambassadors, Th.6.75, Luc. Peregr.16: c. dat., Paus.7.9.5:—Act. in Aristid.1.372J., App.Mith. 87.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen, ebenfalls Gesandteschicken, Thuc. 4, 118. 6, 75; act., Pol. 8, 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπρεσβεύομαι: μέσ., ἀποστέλλω πρέσβεις πρός τινα ὅπως ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· μετὰ δοτ. Παυσ. 7.9, 5.
French (Bailly abrégé)
envoyer une ambassade à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πρεσβεύω.
Greek Monolingual
ἀντιπρεσβεύομαι (Α)
στέλνω σε ανταπάντηση πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις προηγουμένως.
Greek Monotonic
ἀντιπρεσβεύομαι: μέλ. -σομαι, Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις με τη σειρά μου, σε Θουκ.