ἀποβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποβρίζω]] (Α) [[βρίζω]]<br />[[κοιμάμαι]] [[βαθιά]].
|mltxt=[[ἀποβρίζω]] (Α) [[βρίζω]]<br />[[κοιμάμαι]] [[βαθιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[αποκοιμιέμαι]], [[πέφτω]] σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβρίζω Medium diacritics: ἀποβρίζω Low diacritics: αποβρίζω Capitals: ΑΠΟΒΡΙΖΩ
Transliteration A: apobrízō Transliteration B: apobrizō Transliteration C: apovrizo Beta Code: a)pobri/zw

English (LSJ)

   A go off to sleep, go sound asleep, Od.9.151: aor. imper. ἀπόβριξον Theoc.Ep.19; ὕπνον ἀ. Call.Epigr. 18; βαιὸν ἀποβρίξαντες Q.S.5.661.

German (Pape)

[Seite 298] (s. βρίζω), ausschlafen, Od. 9, 151. 12, 7; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 512; ὕπνον Callim. 56 (VII, 456).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβρίζω: μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν ὕπνον, ἔνθα δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· ὕπνον ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· μετὰ βορὰν ἀπονυστάξαντες».

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέβριξα;
s’endormir.
Étymologie: ἀπό, βρίζω.

English (Autenrieth)

only aor. part. ἀποβρίξαντες: sleep soundly, Od. 9.151 and Od. 12.7.

Spanish (DGE)

dormir, ἔνθα δ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Od.9.151, 12.7, κἢν θέλῃς ἀπόβριξον Theoc.Ep.19.4
c. ac. int. ὕπνον Call.Epigr.16.3, Opp.C.3.512, c. ac. adv. βαιόν Q.S.5.661.

Greek Monolingual

ἀποβρίζω (Α) βρίζω
κοιμάμαι βαθιά.

Greek Monotonic

ἀποβρίζω: μέλ. -ξω, αποκοιμιέμαι, πέφτω σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.