αποκοπή: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀποκοπή]]) [[αποκόπτω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]], η [[αφαίρεση]] με [[κόψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> [[μορφή]] σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο [[φαινόμενο]] της αποβολής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθορισμένο [[ποσό]], [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> «[[παίρνω]] ([[κάτι]]) κατ' αποκοπήν» ή «το [[πήρα]] [[αποκοπή]]» — [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) απότομο, απόκρημνο [[τέρμα]]<br /><b>3.</b> (για ασθένειες) απότομη [[εξάλειψη]], [[θεραπεία]]<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — [[εξάλειψη]] των [[χρεών]]<br /><b>2.</b> «ῥυθμοῡ [[ἀποκοπή]]» — [[διατάραξη]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα<br /><b>4.</b> «[[ἀποκοπή]] φωνῆς» — η [[απώλεια]] της φωνής.
|mltxt=η (AM [[ἀποκοπή]]) [[αποκόπτω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]], η [[αφαίρεση]] με [[κόψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>(Γραμμ.)</b> [[μορφή]] σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο [[φαινόμενο]] της αποβολής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθορισμένο [[ποσό]], [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων<br /><b>2.</b> «[[παίρνω]] ([[κάτι]]) κατ' αποκοπήν» ή «το [[πήρα]] [[αποκοπή]]» — [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εγγύηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) απότομο, απόκρημνο [[τέρμα]]<br /><b>3.</b> (για ασθένειες) απότομη [[εξάλειψη]], [[θεραπεία]]<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «χρεῶν [[ἀποκοπή]]» — [[εξάλειψη]] των [[χρεών]]<br /><b>2.</b> «ῥυθμοῦ [[ἀποκοπή]]» — [[διατάραξη]] του ρυθμού<br /><b>3.</b> «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα<br /><b>4.</b> «[[ἀποκοπή]] φωνῆς» — η [[απώλεια]] της φωνής.
}}
}}

Latest revision as of 19:51, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἀποκοπή) αποκόπτω
1. το κόψιμο, η αφαίρεση με κόψιμο
2. (Γραμμ.) μορφή σίγησης φωνήεντος, η οποία υπάγεται στο φαινόμενο της αποβολής
μσν.- νεοελλ.
1. καθορισμένο ποσό, τιμή
2. αμοιβή
νεοελλ.
φρ.
1. «κατ' αποκοπήν» — με υπολογισμό της αμοιβής εκ των προτέρων
2. «παίρνω (κάτι) κατ' αποκοπήν» ή «το πήρα αποκοπή» — ασχολούμαι αποκλειστικά με κάτι
μσν.
εγγύηση
αρχ.
Ι. 1. αφαίρεση, απόσπαση
2. (για περιοχή) απότομο, απόκρημνο τέρμα
3. (για ασθένειες) απότομη εξάλειψη, θεραπεία
II. φρ.
1. «χρεῶν ἀποκοπή» — εξάλειψη των χρεών
2. «ῥυθμοῦ ἀποκοπή» — διατάραξη του ρυθμού
3. «ἐξ ἀποκοπῆς» — απότομα
4. «ἀποκοπή φωνῆς» — η απώλεια της φωνής.