ἄσσα: Difference between revisions

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσσα]] (ιων. τ. του τινά), αττ. [[ἄττα]] (Α)<br />[[μερικά]], κάμποσα.———————— <b>(II)</b><br />ἅσσα (ιων. τ. του ἅτινα, πληθ. ουδ. του [[ὅστις]]) (αττ. ἅττα)<br />τα οποία.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσσα]] (ιων. τ. του τινά), αττ. [[ἄττα]] (Α)<br />[[μερικά]], κάμποσα.———————— <b>(II)</b><br />ἅσσα (ιων. τ. του ἅτινα, πληθ. ουδ. του [[ὅστις]]) (αττ. ἅττα)<br />τα οποία.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσσα:''' ион. = [[ἄττα]] II.
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσσα Medium diacritics: ἄσσα Low diacritics: άσσα Capitals: ΑΣΣΑ
Transliteration A: ássa Transliteration B: assa Transliteration C: assa Beta Code: a)/ssa

English (LSJ)

Ion. for ἅτινα, neut. pl. of ὅστις, Il.10.208, al., Hdt.1.47, al.; Att. ἅττα Pl.Com.49, etc.    II ἄσσα, Ion. for τινά, Att. ἄττα, something, some, Hom. only once, ὁπποῖ' ἄσσα what sort, Od.19.218; πόσ' ἄττα; Ar.Ra.173; δείν' ἄ. ib.925; οἷ' ἄττα βαΰζει Cratin. 6, etc.: with numerals, δύ' ἄττα ὀνόματα, τρία ἄττα γένη, Pl.Sph.255c, Ly.216d: added to a temporal Conj., πηνίκ' ἄττα . . ; Ar.Av.1514, etc. (ἄσσα (ἄττα) arises from false division of groups like ὁποῖά σσα where σσα = τι-α, neut. pl. of τις, cf. Megarian σά.)

German (Pape)

[Seite 374] att. ἄττα, = τινά, Hom. nur ὁπποῖ' ἄσσα Od. 19, 218, was wohl für welche? – ἅσσα, att, ἅττα, = ἅτινα, Hom. Iliad. 1, 554. 9, 367. 10, 208. 409. 20, 127 Od. 5, 188. 7, 197. 11, 74; Her. 1, 47.

French (Bailly abrégé)

v. ἄττα.

English (Autenrieth)

τινά.

Spanish (DGE)

uelἅσσα v. τις

Greek Monolingual

(I)
ἄσσα (ιων. τ. του τινά), αττ. ἄττα (Α)
μερικά, κάμποσα.———————— (II)
ἅσσα (ιων. τ. του ἅτινα, πληθ. ουδ. του ὅστις) (αττ. ἅττα)
τα οποία.

Russian (Dvoretsky)

ἄσσα: ион. = ἄττα II.