αὐτοετής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους.
|mltxt=αύτοετής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[μέσα]] στο ίδιο [[έτος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>αὐτοετές</i><br />[[μέσα]] σ' ένα χρόνο, [[εντός]] του έτους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοετής:''' -ές ([[ἔτος]]), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., <i>αὐτόετες</i>, μέσα στον ίδιο χρόνο, [[εντός]] του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοετής Medium diacritics: αὐτοετής Low diacritics: αυτοετής Capitals: ΑΥΤΟΕΤΗΣ
Transliteration A: autoetḗs Transliteration B: autoetēs Transliteration C: aftoetis Beta Code: au)toeth/s

English (LSJ)

ές, (ἔτος)

   A in or of the same year, of trees, αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP3.7.1; ἔριφος J.AJ3.9.3. Adv. αὐτοετές within the year, Od.3.322, D.C.36.37; γεννᾶν Arist.HA562b12; at one year old, ὀχεύεσθαι ib.545a24.

German (Pape)

[Seite 397] ές (ἔτος), in, von demselben Jahre, heurig, Arist.; Theophr. – Adv. αὐτόετες, in demselben Jahre, in Jahresfrist, Od. 3, 322.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοετής: -ές, (ἔτος), τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν τῷ αὐτῷ ἔτει, ἐνιαύσιος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14. 10· αὐτοετεῖς αὐαίνονται Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 7, 1· ― Ἐπίρρ. αὐτόετες, τῷ αὐτῷ ἔτει, Ὀδ. Γ. 322, Δίων Κ. 36. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est de l’année même, de la même année ; neutre adv. • αὐτοετές la même année.
Étymologie: αὐτός, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ές
1 en posición pred. en el mismo año, dentro del año en curso αὐτοετεῖς αὐαίνονται Thphr.HP 3.7.1, neutr. como adv. αὐ. οἰχνεῖν Od.3.322, αὐ. ἡμεροῦν D.C.36.37.3, γεννᾶν Arist.HA 562b12, ὀχεύεσθαι Arist.HA 545a24
que desempeña su función durante el mismo año (al tiempo que otra) προφήτης Didyma 278.3, 283, cf. 229.2.8 (todas imper.).
2 del primer año, del año μέλιτται Ael.NA 1.11, ἔριφος I.AI 3.231, εὐφόρβιον Gal.13.627.

Greek Monolingual

αύτοετής, -ές (Α)
1. αυτός που γίνεται μέσα στο ίδιο έτος με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. αὐτοετές
μέσα σ' ένα χρόνο, εντός του έτους.

Greek Monotonic

αὐτοετής: -ές (ἔτος), στον ή σχετικά με τον ίδιο χρόνο· επίρρ., αὐτόετες, μέσα στον ίδιο χρόνο, εντός του χρόνου, σε Ομήρ. Οδ.