γράσος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[γράσος]])<br /><b>1.</b> [[δυσοσμία]] τράγου, [[τραγίλα]]<br /><b>2.</b> [[δυσοσμία]] από τον [[ιδρώτα]] τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γράω]] «[[καταπίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[τράγος]]-[[τρώγω]]) με [[επίθημα]] -<i>σο</i>-. Η λ. [[γράσος]] έχει και τη [[σημασία]] «[[τράγος]]» από [[μετωνυμία]]].
|mltxt=ο (Α [[γράσος]])<br /><b>1.</b> [[δυσοσμία]] τράγου, [[τραγίλα]]<br /><b>2.</b> [[δυσοσμία]] από τον [[ιδρώτα]] τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γράω]] «[[καταπίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[τράγος]]-[[τρώγω]]) με [[επίθημα]] -<i>σο</i>-. Η λ. [[γράσος]] έχει και τη [[σημασία]] «[[τράγος]]» από [[μετωνυμία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''γράσος:''' и [[γρᾶσος]], v. l. Plut. [[γράσσος]] ὁ козлиный запах Aesch., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράσος Medium diacritics: γράσος Low diacritics: γράσος Capitals: ΓΡΑΣΟΣ
Transliteration A: grásos Transliteration B: grasos Transliteration C: grasos Beta Code: gra/sos

English (LSJ)

ὁ, prop.,

   A smell of a goat: hence, of men, A. or Ar. ap. Phot. s.v. ψό, Eup.242, Arist.Pr.879a23, Plu.2.180c, M.Ant.9.36.

Greek (Liddell-Scott)

γράσος: ὁ, ἡ δυσωδία τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. κινάβρα), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, Πολυδ. Β΄, 77· πρβλ. γράσων·― ἡ δυσωδία κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36.

French (Bailly abrégé)

et γράσσος, ου (ὁ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: DELG un nom du bouc, de γράω, comme τράγοςτρώγω.

Greek Monolingual

ο (Α γράσος)
1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα
2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος-τρώγω) με επίθημα -σο-. Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία].

Russian (Dvoretsky)

γράσος: и γρᾶσος, v. l. Plut. γράσσος ὁ козлиный запах Aesch., Arst., Plut.